Page 34 - περιοδικό κύμα τεύχος 3
P. 34

34


              Κατερίνα Λιάτζουρα















         Ένα απόγευμα στο Supermarket



         Φόραγες ένα ροζ πανωφόρι φθινοπωρινό, δεμένο σφιχτά με ένα αλλοπρόσαλλο ζωνάρι

         στη μέση. Μου φάνηκες κάπως ψηλή και με κορμί, που χρόνια πριν, πρέπει να ήταν ελκυ-
         στικό. Τα μαλλιά σου ως τους ώμους, άπλυτα ημερών, στερεωμένα με μια λευκή στέκα.

         Άστραφταν  σε κάθε κίνηση της κεφαλής σου τα λιγοστά στρασάκια που ξέμειναν πάνω
         της. Γκρίζες τρίχες, σκληρές και ατίθασες, συμπληρώνανε την παραμέληση σου. Ξεπρο-
         βάλλανε από μια βαφή απροσδιόριστης χρωματικής κλίμακας. Το πρόσωπο σου μακρου-
         λό και πρησμένο. Μπορεί κάποτε να ήτανε και όμορφο. Μπορεί κάποτε και ερωτικό. Τα
         μάτια σου βουλιάζανε στους  μαύρους κύκλους και τις ρυτίδες. Κοκκίνιζαν στη θολούρα,

         αλληθώριζαν ανεπαίσθητα και δυσκολεύονταν  να εστιάσουν. Τα δάχτυλα σου μακριά και
         ποτισμένα  από  εκείνο  το  αρρωστημένο  κιτρινωπό  χρώμα  της  χρόνιας  νικοτινίασης.  Με
         γαμψά βρώμικα νύχια έψαχνες στο μπροστινό τσεπάκι της λούστρινης τσάντας σου για τα
         λεφτά που σου χρέωσε η ταμίας. Η ομιλία σου κάπως ψευδή. Κάπου κάπου έχανες και

         τον ειρμό των σκέψεων σου. Κοίταγες χαμένη τις τσάντες του Supermarket και το ύφος
         σου πρόδιδε πόσο χαμένη ήσουν σ’ αυτόν τον κόσμο. Κοίταζες σαν να μην θυμώσουν
         τον λόγο που στεκόσουν εκεί. Γύρισες να ζητήσεις συγνώμη που ξεχάστηκες και καθυστέ-
         ρησες να φέρεις το κρασί και μ’ έκανες να περιμένω. Και τότε πριν ακόμη προλάβεις να
         ξεστομίσεις την φράση σου ή πριν προλάβει η φράση σου να φτάσει στα αυτιά μου, μια
         ριπή από τα βάθη των πνευμόνων σου μου επιτέθηκε κατάμουτρα. Και η ριπή σου αυτή

         ενεργοποίησε  διά  μαγείας τους σιελογόνους αδένες μου, που ανέβλυσαν στην  γλώσσα
         μου χιλιάδες σταγόνες από κόκκινο κρασί, αναμιγμένες με τα θέλγητρα της δροσερής Κα-
         πετάνισσας, καθώς και την γλύκα του ζεστού Ρακόμελου, μπερδεμένο με την δροσάδα
         μιας ξανθιάς μπύρας. Και εσύ, αισθανόμενη το πυροτέχνημα που πυροδότησες στην στο-

         ματική μου κοιλότητα ξεκαρδίστηκες συνωμοτικά. Διαισθάνθηκες την δίψα και την λαχτά-
         ρα μου να μοιραστώ. Στο άνοιγμα του στόματος σου έχασκαν τα σακατεμένα απομεινάρια
         των δοντιών σου. Με ρουφήξουνε οι μαύρες τρύπες των λαρυγγιών σου, αφού τα σπάρ-
         γανα σου θελήσανε εκείνο το απόγευμα συντροφιά στο ξεφάντωμα. Και έπειτα, μου ξανα-
         ζήτησες συγνώμη και έβαλες πλώρη τρικλίζοντας ποιός ξέρει για πού, αφήνοντας πίσω

         σου την τόσο μου οικεία, αυτή την υπέροχη ξινόγλυκη μυρωδιά του ξεραμένου ξερατού.
   29   30   31   32   33   34   35   36   37   38   39