Page 38 - περιοδικό κύμα τεύχος 3
P. 38
38 κατόρθωσε να είναι το κέντρο του δικού της σύμπαντος και αυτό της έδινε αρκετα για
να μην δεχτεί ποτε πια να φυλακιστεί σε αποπνικτικά συναισθήματα. Ούτε λεπτο πια
δεν θα ξόδευε από την πολύτιμη ζωή της για να παίξει ξένους ρόλους. Ξαναγύρισε
στο οκτάκλινο δωμάτιο. Όλοι ήταν στα κρεβάτια τους. Τι κάνεις σήμερα το βράδυ;
την είχε ρωτήσει απροσδόκητα ο νεαρός Τζεσουα. Θα συναντήσω ένα φίλο Γάλλο..
α έχεις πολλούς φίλους Γάλλους; την ρωτησε, καπως πειραγμένος. Όχι αρκετούς,
του απάντησε. Στην εφημερίδα που χάζεψε στο καφέ, στη Λιμπερασιόνο πρώτος
τίτλος ήταν σήμερα ῾῾η Ουγγαρία ντροπή για την Ευρώπη῾῾. Της πέρασαν από το
μυαλό οι εικόνες που είχε δει στην τηλεόραση. Χιλιάδες Σύριοι πρόσφυγες που είχαν
εγκλωβιστεί σε απροσπέλαστα συνορα. Την έδιωξε γρήγορα την αποπνικτική
σκέψη . Δεν μπορούσε να βοηθήσει κανέναν έξω από τον εαυτό της. Το είχε
αποδεχτεί.
3. Καταφεύγει στην αυτόματη γραφή στους κήπους του Λουξεμβούργου. Να ανθίσουν
στην σελίδα κόκκκινες μωβ κίτρινες ροζ μπιγκόνιες ίριδες μελισσάκια, να φυτρώσουν
νεαρά αγόρια και κορίτσια πολυπλοκαμα, παράθυρα στην θάλασσα να ανοίξουν, να
εμφανιστούν αιφνίδια μενεστρέλοι, μπαλαρίνες και καρδερίνες να τραγουδάνε και τ’
αγάλματα να ξεμουδιάσουν λίγο από τις άβολη μαρμαρινη ακινησία τους να
τεντώσουν πόδια χέρια και να αρχίσουν να κυκλοφορούν παίρνοντας τα μικρά
παιδιά από τα καρότσια, να τα πετάξουν ψηλά και να γίνουν άστρα και να γίνουν
όνειρα. Το παλάτι της Κατερίνας των Μεδίκων έγινε σήμερα καμπαρέ, ο Τουλουζ
Λοτρέκ μπεκροπίνει στην πηγη της Μαρίας και ορκίζεται αιώνια πίστη ο ψέυταρος
και τα μακρύα μαλλιά των κοριτσιών καθρέπτες της αίθουσας χορού και του
ουρανού αχ αχ κορίτσι με τα κατάξανθα μαλλιά εσύ ο χρυσός σιτοβολώνας που
θάρθω να θερίσω. Εσύ του καθάριου ουρανού το λευκό σύννεφο εσύ και το φεγγάρι
στο πηγάδι. Εσύ ο ιμάντας του ασανσέρ της ηδονής και η ηδονή εσύ και το τραπέζι
και το πιάτο εσύ το δείπνο και το πρωινό.Εσύ και η κάρτα η ηλεκτρονική που ανοίγει
την πόρτα του δωματίου. Ω κορίτσια ποιος ανεμοστρόβιλλος σας παρασύρει σας
σηκώνει ψηλά και μετά σας αδειάζει με πάταγο στο κλειστό σκάφανδρο.
Δραπετεύστε μαζί μου στον λαβύρινθο του θεικού του φιλιού. Ελάτε στους κήπους
να διακορεύσουμε την σιωπή των αγαλμάτων. Ορμήστε στο Λούβρο να γκρεμίσετε
το παρελθόν. Ήρθε η στιγμή να διαρρήξουμε τις πύλες του μέλλοντος. Είκοσι
δυόμιση χρονών και η ζωή μου μόλις αρχίζει. Αδημονία. Όλα τα ωραία, γύρω. Ιδέες,
ερμηνείες θεωρίες. Αδειάζω το βαρύ σακίδιο μου στο Σηκουάνα. Πετάω ελεύθερη
στους ουρανούς διασκορπίζομαι στο φως και την ίδια στιγμή, ιερή αλχημίστρια
φτιάχνω με τα χέρια μου τον χρυσό ήλιο του γαλαξία μου.
4. Ο ΔΡΟΜΟΣ
Ο δρόμος μοιράζει υποσχέσεις όπως οι νεαροί μοιράζουν φυλλάδια, πέντε ευρώ την
ώρα. Ο δρόμος παἰζει, μωρό στην κούνια της πόλης ψάχνεται, ψάχνει, βάζει το δάκτυλο
στο στόμα κρατιέται από τα κάγκελα και μακραίνει κάθε μέρα ξεμακραίνει. Δεν θα έρθω
να σε πάρω από το χέρι. Προχώρησε μόνος σου και όπου σε βγάλει.Του λέω. Τον
αφήνω, πετάω αλλού κοιτάζω από ψηλά, προχωράει. Διστακτικά στην αρχή
αποφασιστικά στην συνέχεια προχωράει. Διασχίζει κήπους θάλασσες περνάει
επιβιβάζεται σε υπερωκεάνεια ως λαθρεπιβάτης και στα μέσα του ταξιδιου ρίχνει σκάλα
και βουτάει, τώρα χάθηκε λέω και όμως πάλι τον βλέπω να χει πάρει κάτι τροτέζες αλα