Page 37 - περιοδικό κύμα τεύχος 3
P. 37
37
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ 402
1. Την ξαναβρήκα. Στο καφε les p’tites indecises. Κάθεται απέναντί μου και γράφει.
Γράφει και χαμογελάει. Που και που ανταλλάσουμε μεταξύ μας συνομωτικές ματιές
και χαμόγελα. Την αναγνωρίζω. Η γραφή της δεν έρχεται από τσιτάτα, διαλέξεις η
μελέτες. Kαι ας πέρασε το μεγαλυτερο μέρος της ζωής της βυθισμένη στην
ανάγνωση.Οι ειδικοί δεν θα μπορέσουν να μιλήσουν για διακειμενικότητα. Και
όμως. Η ζωή της ολόκληρη πυρακτώθηκε,σφυρήλατήθηκε και τελικά έλαβε την
οριστική της μορφή από αυτές τις αναγνὠσεις. Κάθε φορά μετά από κάθε πράγμα
που διάβαζα, δεν ήμουν πια η ίδια. Μέσα από κάθε σελίδα φιλοσοφίας
μεταμορφωνόμουν, μου λέει. Πέρασε καιρός που δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου.
Ποια είμαι ρωτούσα, ποια είμαι. Χρόνια ολόκληρα έψαχνα να με βρω. Και τωρα;
Τώρα βρεθηκα, μου λέει. Ξέρω ποια είμαι, και τι θέλω. Στο Παρισι μένει σε γιουθ
χοστελ. Δωμάτιο 402. Κλίνες οκτώ. Παίρνει για τραγούδι τις ανάσες στο δωμάτιο,
κολυμπάει στην ενέργεια των νέων του κόσμου, ο Tζέσουα ο καναδοκορεάτης σεφ,
ο Κριστιάν ο Xιλιανός ψυχολόγος που διαβάζει τα σεμινάρια του Λακάν στα
ισπανικά και θέλει να γίνει ψυχαναλυτής, ο γελαστος βραζιλιάνος φοιτητής γαλλικής
γλώσσας, η κινεζα που χτενίζει επί πέντα λεπτά κάθε μέρα πρωι και βράδυ τα μαλιά
της. Κι όμως μπορεί ένα δωμάτιο 20 τετραγωνικών οκτάκλινο να έχει την άπλα
καθεδρικού ναού, μου απαντάει όταν την ρωτάω πως τα βολεύει.
2. 18.20 και τα τραπέζια ετοιμάζονται για το δείπνο. Ποτήρια, σερβίτσια, πολύχρωμες
χαρτοπετσέτες,στην θέση τους. Aυτή τη φορά το Παρίσι έχει γίνει δικό της.
Σκέφτεται τη χθεσινή νύχτα και ερεθίζεται και μόνο με την ανάκληση στην μνἠμη
των χθεσινών στιγμών. Τι ευτυχία του σώματος να ξαναβρεθεί με τον θεικο κορμί
του Μίλαν. Πόσες ώρες κυμάτιζαν κορμί με κορμί, πόσες ώρες κυλούσαν στην
άβυσο και πάλι ξεβράζονταν στην επιφάνεια και μέσα στην νύχτα όταν εκείνος
εκμηδενισμένος βυθίστηκε στον ύπνο, εκείνη σηκώθηκε από το κρεβάτι ντύθηκε
πήρε τα παπούτσια της στα χέρια και βγήκε στο διάδρομο του Ιμπις. Και ήταν δύο
την νύχτα. Και έβρεχε. Και τα φώτα του δρόμου τρεμόπαιζαν και το Παρίσι έβγαινε
από πίνακα ζωγράφου της Μονμάρτης. . ε ναι τώρα ήξερε ότι την ελευθερία της δεν
θα την αντάλλασε ποτέ πια με κανένα αίσθημα ασφάλειας. Τώρα ήξερε ότι