Page 35 - περιοδικό κύμα τεύχος 3
P. 35

35

                                         Εξορία














                                                                                Βασίλης Μπαρούτης


          Ήταν από καιρό που είχε γυρίσει από τον πόλεμο στις κάτω αποικίες κι όμως μια πλη-
          γή βαθιά σαν χαντάκι, ένα μαρτύριο του νου και της ψυχής, τον έσκαβε και δεν τον άφηνε
          να πιάσει ύπνο, σαν αγρίμι που γυρίζει από κυνήγι στη φωλιά του το ξημέρωμα με τη
          μουσούδα μούσκεμα στο αίμα και βρίσκει τα μικρά του πνιγμένα, τρόπαια στο πισωγύρι-
          σμα της παράνοιας των σαρκοφάγων.

          Έτσι κι εκείνος, κάθε που έκλεινε τα μάτια κι άρχιζε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια της λή-
          θης κάτι μέσα του αντάριαζε και τον τραβούσε άξαφνα πίσω, σαν να έπεφτε κάτω από
          μία θύελλα να κοιμηθεί με σκεπάσματα από άσπρο μάρμαρο και ασβεστόλιθο.

          Μόλις ξυπνούσε και τίναζε από πάνω του το σκληρό φλοιό που σκέπαζε το κορμί του,
          ένας πετρογέρακας βουτούσε και τον γάντζωνε στα νύχια του για να τον σηκώσει ψηλά
                                                                                                      η
          στον αέρα. Από εκεί πάνω έβλεπε ίσως για τελευταία φορά το σπίτι του στην 7  Λεωφό-
          ρο, τα δέντρα στην άκρη του δρόμου και τα φώτα της πόλης που έκρυβαν το σκοτάδι.
          Αν τον άφηνε ο θηρευτής του, θα ήταν μία λυτρωτική για εκείνον πτώση. Τίποτα όμως
          δεν έκανε τον αέρα που λύσσαγε μέσα στο κεφάλι του να κοπάσει. Μόλις έβαζε ο νοικο-
          κύρης του μυαλού τα υπάρχοντα του σε μία τάξη, ερχόταν ο άνεμος αυτός και τα σκόρπι-
          ζε πάλι πετώντας τα με βία εδώ κι εκεί.
          Η γλυκιά απουσία της συνείδησης, η επιστροφή στους κόλπους της γαλήνης ήταν μακρι-
          νές ξέρες στο αχανές πέλαγος της συμφοράς, πεταμένα αποκούμπια ανάπαυσης στο λό-
          φο του Γολγοθά, πριν μία τελευταία μεγάλη ανηφόρα, μόνη ελπίδα η σκέψη του μεγάλου
          σταυρού καρφωμένου στην κορυφή.
          Η μοίρα του σταυρωμένου να αγκαλιάζει νοητά όλο τον κόσμο από το ύψωμα του μαρτυ-
          ρίου του.


          Ερχόταν η νύχτα όλο χάδια και υποσχέσεις μα καθώς περνούσε δίπλα του τα χέρια της
          κόντευαν μα δεν τον έφταναν, μόνο το βλέμμα της του τρυπούσε το κεφάλι και όλο με πε-
          ρισσότερη ορμή έμπαινε μέσα εκείνος ο αέρας να μην αφήσει τίποτα στη θέση του.

          Κι όταν την άρπαζε με τα δόντια να γευτεί τη σάρκα της του άφηνε μια πίκρα σαν να έχει
          γεμίσει το στόμα του χώμα πηχτό και βρεμένο.
          Εκείνη την ώρα μόλις άρχιζε να σαλεύει η απουσία της μέρας σαν μαύρο φόρεμα σε κα-
          μπαρέ, άρχισε να ξυπνάει ο δρόμος έξω με βουητά και σειρήνες και με χτυπήματα σε
          τζάμια  και  πόρτες.  Βήματα  εκκωφαντικά  μάλλον  από  σκληρά  πέλματα  γιγάντων  πάνω
          στο κράσπεδο χαρακιές όπως σε δίσκο βινυλίου από αστοχία της βελόνας. Μια έκρηξη
          ακριβώς κάτω από το σπίτι του επισφράγισε το χάος που γινόταν στον κόσμο.

          Του φάνηκε να αναποδογυρίζει η αντίληψή του καθώς ένιωσε πρώτα την παύση στην
   30   31   32   33   34   35   36   37   38   39   40