Page 36 - περιοδικό κύμα τεύχος 3
P. 36
ακοή, το βόμβο από τη μετατόπιση του αέρα και μετά άκουσε το μπαμ. 36
Το στομάχι του συσπάστηκε βίαια και αμέσως έκανε εμετό. Πρόλαβε μόνο να τρέξει στην
κουζίνα και να στηριχθεί ασθμαίνοντας πάνω στο ψυγείο. Άνοιξε την πόρτα και έβγαλε
από μέσα την καρδιά του που ήταν σκληρή σαν παντζάρι όμως άλλαζε σχήμα πότε πότε
και γινόταν σαν πατάτα αλλά πάλι σκληρή ήταν γιατί είχε πιάσει μία κρούστα μισο-
λιωμένου πάγου να την διατηρεί εκεί ζωντανή και ξεχασμένη. Την ακούμπησε στο στήθος
του και αμέσως το αίμα άρχισε να κελαρύζει πάλι στις φλέβες χτυπώντας σε παλμούς μί-
ας φιλόξενης αίθουσας χορού κάνοντας τα άκρα του να ξεμουδιάσουν ευχάριστα.
Δεν το έβλεπε να ζει για πολύ ακόμα εκεί. Από μήνες σχεδίαζε να φύγει αλλά πάντα σκό-
νταφτε σε λεπτομέρειες. Είχε σβήσει τα ίχνη του από την άσπρη άμμο στα νησιά και τα
πατήματα του στις φυλλωσιές στην επαρχία. Εκεί τελικά θα πήγαινε μόνο για να θαφτεί.
Του φαινόταν τώρα να προτιμάει να ζει σαν ανάμνηση παρά να είναι θαμμένος ζωντανός.
Κοίταξε γύρω του το σπίτι. Είχε πάνω στον τοίχο την κορνίζα με τον Χρυσό Σταυρό του
Φοίνικα παράσημο ανδρείας και δίπλα φωτογραφία με δυο ακόμα ντυμένους στρατιωτικά
να γελούν συνωμοτικά μαζί με εκείνον.
Θυμήθηκε τη μέρα που με τη διμοιρία του μπήκαν σε ένα χωριό του εχθρού να ξετρυπώ-
σουν κάτι αντάρτες που για καιρό έπαιζαν μαζί τους το σκύλο με τη γάτα στα βουνά. Οι
άντρες του είχαν ακροβολιστεί σε δύο υψώματα εκατέρωθεν του οικισμού και για ώρες
σκόπευαν και έριχναν πυρά σε οτιδήποτε κινούνταν μέσα στο πεδίο βολής τους. Όταν το
έκρινε σκόπιμο, κατέβηκαν από τα αυτοσχέδια οχυρά τους και προχώρησαν μέσα στα κτί-
σματα. Έμπαιναν στα σπίτια ανά δυάδες βγάζοντας όποιον έβρισκαν μέσα, συνήθως γυ-
ναίκες και παιδιά που τα χτυπούσαν με τα κοντάκια από τα όπλα χωρίς διάκριση όταν
έβλεπαν κάποια κίνηση που το μυαλό τους μετέφραζε σαν απειλή.
Τελικά κάποιοι από τους στρατιώτες του βρήκαν τους αντάρτες σε ένα στάβλο να είναι
κρυμμένοι πίσω από ένα κατά τα φαινόμενα ψόφιο άλογο γιατί ήταν τουμπανιασμένο και
βρωμούσε αφόρητα. Όταν έφτασε και εκείνος να δώσει την εντολή να τους εκτελέσουν επί
τόπου, οι εχθροί του έδειξαν το άλογο που τελικά όντως είχε ψοφήσει όμως κάποιος μάλ-
λον πιθανότατα κάποιοι σύντροφοι των ανταρτών, το είχαν ξεκοιλιάσει και το είχαν γεμίσει
δυναμίτη.
Τράβηξε τους δικούς πίσω βλαστημώντας όμως ο εχθρός πρόλαβε και προσκάλεσε το
θάνατο με ένα τίναγμα στα δάχτυλα του χεριού. Καθώς οι σάρκες του ξεκολλούσαν από
πάνω του και έπεφταν λιωμένες στα χόρτα πρόλαβε η σκέψη του και έπιασε έναν μακρινό
αντίλαλο από τη ζωή του στο μέλλον που δεν θα ερχόταν ποτέ. Εκείνος να ζει σε μία πό-
λη σαν παραίσθηση από την ώρα που θα τελείωνε ο πόλεμος και θα τον έστελναν πίσω,
στα χαλάσματα του νου να κλαδεύει το δέντρο των τύψεων που φύτρωνε πάνω του κόβο-
ντας ο ίδιος τα κλαδιά με χέρια από μέταλλο χωρίς να αγκαλιάζουν πια μόνο να στέκουν
καρφωμένα σίδερα πάνω του βασανίζοντας τον εις αεί.
Ένιωσε να απομακρύνεται το μαρτύριο αυτό και αγαλλίασε επιτέλους αφήνοντας τα μόρια
του κορμιού του να ριγήσουν στο θρόισμα των φύλλων που τον καλούσαν να γίνει και αυ-
τός ο παραλήπτης ενός κρυφού ονείρου.
Με τις αισθήσεις του να τον εγκαταλείπουν μέσα στη θέρμη της λύτρωσης, έπεσε τελικά
να κοιμηθεί πιο ανάλαφρος και ζωντανός από ποτέ.