Page 43 - περιοδικό κύμα τεύχος 3
P. 43
43
Μιλήστε μας για εσάς.
Γεννήθηκα στη Λιβαδειά το 1944. Η οικογένειά μου μάλλον προέρχεται από την Συρία (2 αιώνες
πίσω), για να καταλήξει στην Εύβοια. Ήρθα στην Αθήνα περίπου πέντε μηνών και έκτοτε ζω ε-
δώ.
Από μικρή γνώριζα πως θα γίνω ζωγράφος. Είχα ένα τετράδιο το οποίο χάθηκε δυστυχώς, που
έγραφα πως θα γίνω ζωγράφος ακόμα κι αν πρέπει να περάσω όλη μου τη ζωή σε μια σοφίτα με
ποντίκια.
Το πρώτο δελτίο παροχής υπηρεσιών το έκοψα το 1962. Αφορούσε ένα παιδικό βιβλίο που το
έβγαζαν για την Ελληνική Ομογένεια στ’ Αγγλικά. Αυτή ήταν η πρώτη μου δουλειά.
Οι σπουδές σας.
Επέλεξα να μην πάω Καλών Τεχνών ή Αρχιτεκτονική, που ήταν οι βασικές μου επιλογές. Έφυγα
Αμερική. Ήμουν 20 ετών. Υπήρχαν συγγενείς από την πλευρά της μητέρας μου, που επιθυμού-
σαν να μάθουν στα παιδιά τους Ελληνικά. Τους έγραψα και πήγα. Έτσι κατάφερα να φοιτήσω
στο Kendall College of Art and Design στο Μίσιγκαν των ΗΠΑ (1965-1967). Στην Αμερική άνοιξε
το μυαλό μου. Είδα τη Νέα Υόρκη, μουσεία. Γυρνώντας Ελλάδα, μαθήτεψα ακόμα δύο χρόνια
δίπλα στον Μόραλη, προκειμένου να συμπληρώσω για το πτυχίο, το οποίο τελικά δεν πήρα.
Γιατί αποφασίσατε να γυρίσετε πίσω στην Ελλάδα;
Ήθελα να μείνω στην Αμερική, αλλά η δικοί μου με βομβάρδιζαν με γράμματα για να γυρίσω πί-
σω, οπότε και αυτό έκανα.
Μετανιώσατε;
Δεν ξέρω, ο σκεπτόμενος παντού πλήττεται. Ο Αθανασούλης, γλυκός
Έχετε μετανιώσει που δεν κάνατε οικογένεια; άνθρωπος, με κέρασε καφέ.
Καθόλου. Ας έχουν όλοι οικογένεια, εγώ δεν ξέρω, Τότε έγραφα ένα ημερολόγιο
έβλεπα στην δική μου οικογένεια, στη μητέρα μου, πως και με ρωτούσε σχετικά. Κά-
ο γάμος είναι ανασταλτική κατάσταση. Αλλά από την ποια στιγμή μου είπε γύρνα
άλλη δεν ξέρω, δεν έτυχε, δεν αισθάνομαι να διάλεξα. να δεις δύο ποιητές που θα
Ποιος είναι ο τρόπος σας, ο τρόπος που δημιουρ- γίνουν από τους καλύτερους
γείτε; μια μέρα. Ήταν ο Σαχτούρης
Στην δεύτερη έκθεση είχα προλογίσει τον κατάλογο, και ο Καρούζος. Μετά από
γράφοντας: «Κλεισμένη στο εργαστήρι μου χρόνια τον ξαναείδα.
προσπαθώ να γνωρίσω και ν’ αποδώσω το χάος που
υπάρχει γύρω και μέσα μου. Ν’ αναλύσω αυτό πού με
σπρώχνει να κοιτάξω γύρω μου εξεταστικά με μάτι α-
χόρταγο, να βιώσω βασανιστικά ως το μη περαιτέρω,
να φορτιστεί η μπαταρία, κι ύστερα νηφάλια, αγγίζοντας και ψηλαφώντας, σκίζοντας και γδέρνο-
ντας, να γνωρίσω τα κάτω από την επιφάνεια, ψύχραιμα όσο γίνεται να καταλάβω χωρίς να κα-
ταληφθώ. Όλη τούτη η ιστορία για μένα έχει κάτι από τη μαγεία και τον κίνδυνο της κατάδυσης. Η
περιπέτεια, το άγνωστο καθώς κατεβαίνεις σε όλο και βαθύτερα, ανεξερεύνητα στρώματα, η πε-
ριέργεια να δεις κι άλλα, κι άλλα, η αναστάτωση κάποιων κυττάρων άλλων διαφορετικών κι απ’
αυτών της γνώσης, διαθέτουν κάτι πού θα πρέπει να μοιάζει με τη μέθη του βυθού. Κι ύστερα η
επιστροφή και το κράτημα στην επιφάνεια, η δύσκολη εργασία της επιλογής και τέλος η πλήρω-
ση του οπλισμού, η μέθοδος πού δίνει μεγαλύτερες δυνατότητες για την καινούργια προσπά-
θεια».
Έτσι αισθανόμουν τότε. Τώρα θα ήμουν λιγότερο μεγαλόστομη.
Πως θα χαρακτηρίζατε την τέχνη σας;
Τίποτα δεν χαρακτηρίζω. Αυτό είναι δουλειά των άλλων.
Έχουν τίτλους τα έργα σας;
Έχουν ενότητες.