Page 69 - Aiswpou mithoi
P. 69
«Τι όµορφα που περνούν αυτά τα Ω... πόσο της έλειπε, πόσο τον
ζώα! είπε µε το νου της η µαϊµού. αγαπούσε...
∆εν κουράζονται να περπατούν, Και, µια και δυο πήδησε από το
όπως εγώ, δε χοροπηδούν, δε κλουβί κι έτρεξε να τον βρει. Τον
δίνουν παραστάσεις κι έχουν βρήκε να κάθεται στενοχωρηµένος
άφθονο φαγητό και ήσυχο ύπνο... έξω από την πόλη. Έπεσε αµέσως
Α, πόσο τα ζηλεύω! Πόσο θα 'θελα στην αγκαλιά του κι ο γερο - ζητιάνος
να 'µουν κι εγώ µαζί τους!» που φοβόταν πως την είχε χάσει για
Και το βράδυ, η µαϊµού αποφάσισε πάντα την υποδέχτηκε µε δάκρυα στα
ν' αφήσει το γερο - ζητιάνο και να µάτια. Κι ύστερα άρχισαν να
πάει να µείνει κι αυτή στο χοροπηδούν από τη χαρά τους.
ζωολογικό κήπο, µέσα σ' ένα Ζούσαν τόσο ευτυχισµένα και οι δυο
σιδερένιο κλουβί. Όταν κοιµήθηκε ο τους µέσα στη φτώχεια τους... ∆εν
γέρος, γλίστρησε σιγά - σιγά, και σε είναι τα πλούτη εκείνα που σε κάνουν
λίγο, έφθανε στο ζωολογικό κήπο ευτυχισµένο. Μεγαλύτερη ευτυχία για
και από ένα δέντρο πήδησε σ' ένα τους ανθρώπους και τα ζώα είναι η
κλουβί µε µαϊµούδες. ελευθερία και η αγάπη.
Εκεί βρήκε αρκετό φαγητό ώσπου
χόρτασε, κι έπειτα έπεσε να
κοιµηθεί πάνω στο παχύ και
καθαρό άχυρο. Το πρωί, όταν
ξύπνησε είδε µερικά παιδάκια έξω
από τα κάγκελα να την κοιτάζουν.
Όµως... αυτά τα κάγκελα δεν της
άρεσαν... Όλη της τη ζωή θα την
περνούσε λοιπόν, εδώ; Να βλέπει
τα ίδια και τα ίδια, να µην ταξιδεύει,
να µη γυρίζει εδώ κι εκεί; Κι ο καλός
της ο γερο - ζητιάνος τι έκανε µόνος
του;
Η µαϊµού και ο ζητιάνος,
άρχισαν τότε να
χοροπηδούν από τη
χαρά τους, που
ξαναβρήκε ο ένας τον
άλλο...