Page 15 - AGIOS LAZAROS
P. 15

(Θρηνεῖς Ἰησοῦ· αὐτό εἶναι δεῖγμα    Πρός τήν ἀνάσταση
 τῆς ἀνθρώπινης φύσης σου.     τοῦ ἁγίου Λαζάρου
 Ζωντανεύεις τόν φίλο σου·
 τοῦτο εἶναι ἀπόδειξη τῆς θεϊκῆς δύναμης).  Ο Κύριός  μας ρωτάει:  «Ποῦ τόν  ἔχετε  βάλει;». Ποῦ  εἶναι
 Τά δάκρυα τῆς γονατιστῆς Μαρίας, ἡ συγκίνηση τοῦ κό-  ἐνταφιασμένος; «Δέν ρωτάει ἐπειδή τό ἀγνοεῖ. Διότι αὐτός
 σμου πού ἦταν συγκεντρωμένος, ἡ σκέψη τοῦ νεκροῦ φίλου   πού ἀπό μεγάλη ἀπόσταση γνώριζε ὅτι ὁ ἅγιος Λάζαρος
 του ἁγίου Λαζάρου, γέννησαν στήν ψυχή τοῦ Κυρίου, ὡς   πέθανε, ἦταν δυνατόν νά μή ξέρει ποῦ εἶναι ὁ τάφος;… Γιά
              λόγους οἰκονομίας τό εἶπε αὐτό, προσελκύοντας μέ τήν ἐρώ-
 ἀνθρώπου, πού εἶχε τά λεγόμενα «ἀδιάβλητα ἀνθρώπινα πά-
 θη» (πείνα, δίψα, κούραση, συναισθήματα κ.λπ.) βαθιά λύπη   τησή του πολλούς στόν τόπο, προσ ποιούμενος ὅτι τό ἀγνοεῖ,
              ἐπειδή δέν ἤθελε νά μή φαίνεται ἡ ἀνθρώπινη φύση του, αὐτός
 καί ταραχή. Γι’ αὐτό χρειάστηκε νά ἐπιβληθεῖ στό πνεῦμα   πού κατά φύσιν ἦταν Θεός καί γνώριζε τά πάντα» (Κύριλλος).
 του καί νά συγκρατήσει τήν ἔντονη συγκίνησή του. Μέ τό νά
 συγκρατηθεῖ «μᾶς βεβαίωσε ὅτι ἀφενός ἦταν ἀληθινός καί ὄχι   Ὁ Κύριος δηλαδή, «ὡς ἄνθρωπος μέν ρωτάει καί δακρύζει καί
              κάνει ὅλα τά ἄλλα πού ἦταν ἀπαραίτητα νά βεβαιώνουν ὅτι
 κατά φαντασίαν ἄνθρωπος, ἀφετέρου μᾶς δίδασκε θέτοντας
 ὅρους καί μέτρα τῆς λύπης καί τῆς ἀλυπίας (ἀπαλλαγῆς ἀπό   εἶναι καί τέλειος ἄνθρωπος… Ἀλλά ἐνεργεῖ καί τά ἄλλα πού
              μαρτυροῦν πώς εἶναι Θεός. Διότι θέλει νά κάνει γνωστές καί
 τή λύπη). Διότι καί τό ἀσυμπαθές καί ἄδακρυ εἶναι γνώρισμα   τίς δύο φύσεις του. Γι’ αὐτό ἐνεργεῖ ἄλλα μέν ἀνθρωποπαθῶς,
 τῶν θηρίων καί τό πολύδακρυ καί φιλόθρηνο καί πολύλυπο
 ταιριάζει στίς γυναῖκες» (Θεοφύλακτος).  ἄλλα δέ θεοπρεπῶς» (Ζιγαβηνός). Βλέποντας οἱ Ἰουδαῖοι συ-
              γκινημένο καί δακρυσμένο τόν Ἰησοῦ, ἄλλοι μέν θαύμασαν γιά
              τό μέγεθος τῆς ἀγάπης του πρός τόν φίλο του ἅγιο Λάζαρο,
              ἄλλοι ὅμως, πού ἦταν ἐχθρικά διακείμενοι πρός τόν Κύριο,
              ἐξέφρασαν μέ κακεντρέχεια τά συναισθήματά τους λέγοντας:
              «Δέν θά μποροῦσε αὐτός, πού ἄνοιξε τά μάτια τοῦ τυφλοῦ, νά
              κάνει κάτι, ὥστε κι αὐτός ἐδῶ νά μήν πεθάνει;». Συνηθισμένη
              παρεξήγηση ἐκείνων, πού δέν λαμβάνουν ὑπόψει ὅτι ἡ θεία δύ-
              ναμη ἐνεργεῖ ὄχι κατά τίς θελήσεις ἀνθρώπων, ἀλλά σύμφωνα
              μέ τήν πανσοφία τοῦ Θεοῦ.
                 Ὁ Ἰησοῦς, μέ τίς δύο ἀδελφές, τούς Μαθητές του καί πλῆθος
              λαοῦ «ἔρχεται στό μνημεῖο», τόν τάφο τοῦ ἁγίου Λαζάρου, δη-
              λαδή μία μικρή σπηλιά, τήν εἴσοδο τῆς ὁποίας ἔφραζε μεγάλη
              πέτρα, ὅπως συνηθιζόταν ἀπό τούς Ἑβραίους (πρβλ. Ματθ.
              27, 60. Μάρκ. 15, 46. Λουκ. 24, 2. Ἰω. 20, 1). Ἀμέσως δίνει τήν
              ἐντολή: «Ἄρατε τόν λίθον», βγάλτε τήν πέτρα πού φράζει τήν
              εἴσοδο. Δέν μποροῦσε νά τή βγάλει ὁ ἴδιος μέ τόν παντοδύναμο
              λόγο του; Ἀσφαλῶς. Ἤθελε ὅμως νά διδάξει «ὅτι εἶναι περιτ-
              τό νά θαυματουργεῖ στά μή ἀναγκαῖα» (Κύριλλος). Ἐπιπλέον,
              ἤθελε νά ἰδοῦν καί ὅλοι οἱ παριστάμενοι τό νεκρό σῶμα τοῦ
 Τοιχογραφία σέ ἐσωτρική ἁψίδα στό ἐξωτερικό τοῦ ναοῦ  ἁγίου Λαζάρου, ὥστε, ὅταν σέ λίγο θά ἔβγαινε ἀπό τόν τάφο
 μέ τόν Κύριο νά ὑπαντᾶται ὑπό τῆς Μάρθας καί Μαρίας.  του ἀναστημένο, νά μή τολμήσουν νά ποῦν ὅτι εἶναι φάντα-

 14                                                                   15
   10   11   12   13   14   15   16   17   18   19   20