Page 28 - Drakofilitsa_Maria Chatzi
P. 28
Για βδομάδες δεν έριξαν ούτε σταγόνα
βροχής στην πλαγιά. Η μαμά Κουμαριά κόντευε να
ξεραθεί εντελώς. Είχε ζαρώσει ολόκληρη σαν να
είχε ξαφνικά γεράσει και κοντύνει. Η Κουμαρένια
και η Κουμαρούλα τής έκαναν με τις ώρες ίσκιο
με τεντωμένα τα κλαδιά τους από πάνω της.
Προσπάθησε να βοηθήσει και η Φιλίτσα, μα ήταν
κοντούλα και δεν έφτανε. Oύτε τα φύλλα της ήταν
τόσο πυκνά, για να κάνουν αρκετό ίσκιο.
«Κοιτάξτε τα χάλια μου... Μου έπεσαν
σχεδόν όλα τα φύλλα...» παραπονέθηκε η μαμά
τους.
«Σε λίγο μπαίνουμε στο φθινόπωρο. Θα
πέσουν και τα δικά μου φύλλα. Έτσι θα μοιάζουμε
και παραπάνω για μαμά και κόρη. Την επόμενη
άνοιξη, θα δεις, θα καμαρώνουμε φουντωτές και
καταπράσινες τα καινούργια μας φύλλα και οι
δυο» την παρηγόρησε η Φιλίτσα.
Ένα βράδυ όταν ξάπλωσαν να κοιμηθούν,
την Κουμαρούλα την πήραν τα κλάματα.
«Σσς! Σώπα! Θα ξυπνήσεις τη μαμά! Τι
έπαθες;» τη ρώτησε η Κουμαρένια.
«Τι θα κάνουμε αν δεν γίνει καλά η μαμά; Κι
αν μείνουμε ολομόναχες, αδερφούλα;» ρώτησε με
δάκρυα στα μάτια.
«Θα γίνει καλά. Σταμάτα να κλαις! Και πάψε
να γρουσουζεύεις!» θύμωσε η Κουμαρένια. Όμως
κι αυτή είχε την ίδια αγωνία κι ας μην το έδειχνε.