Page 31 - Drakofilitsa_Maria Chatzi
P. 31
Η Κουμαρένια σηκώθηκε στις άκρες από τις
ρίζες της και τεντώθηκε να δει τι γινόταν. Όλοι
έτρεχαν από δω κι από κει. Ο ένας ποδοπατούσε
τον άλλον. Από μακριά ακούγονταν κουδούνες.
Τότε τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Δεν πίστευε
αυτό που έβλεπε. Με το ζόρι ακούστηκε η φωνή
της:
«Κατσίκες!».
«Τι; Τι είπες;» ρώτησε η Κουμαρούλα και
σηκώθηκε κι αυτή στις άκρες από τις ρίζες της.
Δεν είχε ακούσει καλά. Δεν είχε καταλάβει τι είχε
πει η αδερφή της. Σήκωνε το κεφάλι της όσο πιο
ψηλά μπορούσε και τεντώθηκε. Μα δεν
χρειάστηκε να προσπαθήσει για πολύ. Οι κατσίκες
είχαν πλησιάσει αρκετά. Είχαν απλωθεί σ’ όλη την
πλαγιά! Καταβρόχθιζαν λαίμαργα ό,τι έβρισκαν
μπροστά τους. Τα μάτια της γέμισαν τρόμο.
«Θα μας φάνε οι κατσίκες! Η μαμά είναι
άρρωστη! Κουμαρένια, σώσε μας!» ούρλιαξε η
Κουμαρούλα. Έτρεμε ολόκληρη.
Η Κουμαρένια είχε κοκαλώσει σαν άγαλμα
από τον φόβο της. Δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί.
Οι κατσίκες έρχονταν όλο και πιο κοντά τους.
«Έρχομαι, παιδιά μου. Θα σας σώσω» βγήκε
με το ζόρι η φωνή της μαμάς Κουμαριάς.
Σηκώθηκε, άπλωσε λιγάκι τα κλαδιά της και...
λιποθύμησε.
Δυο γείτονες ραδικογονείς ήρθαν κι άφησαν
δίπλα τους δυο ραδικάκια.
«Εμείς δεν ξέρουμε αν θα γλιτώσουμε. Εσείς
είστε πιο μεγαλόσωμοι και πιο δυνατοί από μας.
Σώστε τα παιδιά μας!» παρακάλεσαν.