Page 34 - Drakofilitsa_Maria Chatzi
P. 34
Η καημένη η Φιλίτσα έτρεμε κι εκείνη
ολόκληρη! Μα δεν είχε καιρό να ασχοληθεί με τον
δικό της φόβο. Έπρεπε να κάνει κάτι αμέσως, για
να σώσει όλους τους άλλους. Ποιον να
πρωτοφροντίσει; Την άρρωστη και λιπόθυμη μαμά
Κουμαριά, την Κουμαρούλα, που κι αυτή ήταν
έτοιμη να λιποθυμήσει, την Κουμαρένια, που μόνο
τους κοίταζε μαρμαρωμένη, τον Φωναχτό, που το
γαλάζιο του χρώμα είχε γίνει άσπρο ή τα
φοβισμένα ραδικάκια, που όλο έκλαιγαν; Τσίμπησε
δυνατά τη μαμά Κουμαριά με τα μεγαλύτερα
αγκάθια της. Η μαμά πόνεσε κι άνοιξε τα μάτια
της.
«Συγγνώμη, έπρεπε να το κάνω, για να
συνέλθεις» της είπε. Αμέσως άρπαξε τις αδερφές
της και τις έσπρωξε γρήγορα γρήγορα δίπλα στη
μαμά τους. Μετά άρπαξε κι έχωσε ανάμεσά τους
τον Σπάικ και τα μικρά ραδίκια.
«Μην κουνηθεί κανείς σας!» φώναξε σαν
στρατηγός που προστάζει.
Οι κουμαροαδερφές σφιχταγκαλιάστηκαν.
«Αχ, αδερφούλα μου, ήρθε το τέλος μας!»
κλαψούρισε η Κουμαρούλα.
«Αχ, κρίμα τα ωραία μας τα κλαδιά και τα
τρυφερά μας τα φύλλα!» φώναξε η Κουμαρένια.
Ο Φωναχτός είχε χάσει τη φωνή του. Τα
ραδικάκια έκλαιγαν και τσίριζαν. Η καρδιά της
Φιλίτσας χτυπούσε δυνατά. Οι χυμοί τώρα έτρεχαν
πιο γρήγορα, πιο ζωηρά στα κλαδιά της. Με το
κεφάλι ψηλά έβαλε το λεπτοκαμωμένο της
κορμάκι μπροστά από την οικογένειά της. Σήκωσε
ψηλά τα κλαδάκια της και τα άπλωσε. Έχωσε όσο