Page 125 - παράξενες ιστορίες με γάτες
P. 125
καλά, τίποτα! Έριξε ασβέστη η Μίδαινα και χείλισε
το σπίτι, τίποτα! Εν τέλει, η φαμελιά της κυρα Λένης
και η γειτονιά, συνήθισε να ζει με τη δυσωδία, μέχρι
που, από την πολλή συνήθεια, ξεχάστηκε κι αυτή κι
έγινε ένα με τη ζωή.
Τα χρόνια κύλησαν και η Νερούπολη άλλαξε. Οι ψα-
ράδες αφήσανε την τέχνη τους, γαΐτες και καμάκια,
προιάρια, πάσσαρες και ιβάρια, και πήγανε στην Αθή-
να και γινήκανε εργάτες. Άνθρωποι από τα ορεινά
μπήκαν στη Νερούπολη και πήραν άλλοι το τιμόνι
της διοίκησης, κι άλλοι το εμπόριο. Έφεραν τις δικές
τους συνήθειες, τον δικό τους τρόπο και το δικό τους
μυαλό. Άρχισαν να χτίζουν τα δικά τους σπίτια, χωρίς
να παίρνουν καλαμιές και βούλκο από τη λιμνοθά-
λασσα για να φτιάχνουν τσατμάδες και να κάνουν τα
χωρίσματα των δωματίων με αυτούς. Τα καλυβόσπιτα
με τους καλαμόπλεχτους τοίχους ξεπουλιόνταν στον
«πάγκο της λαϊκής» και η αντιπαροχή ισοπέδωσε τα
πάντα. Τα ψάρια λιγόστεψαν, λιγόστεψαν και οι γάτες
και τα ποντίκια. Οι ψαράδικες φτωχογειτονιές πήρανε
να γίνονται θαμπές αναμνήσεις.
Η Μίδαινα γέρασε και ζούσε με τη σύνταξη που
έβγαλε σαν πλύστρα της Χωροφυλακής και καθαρί-
στρια. Μάζευε δεκάρα δεκάρα, μπας και μπορέσει να
φτιάξει εκείνον τον τοίχο από τσατμά, που είχε κα-
μπουριάσει από τους αιώνες, και μικρά κοχυλάκια
έπεφταν στο τσιμέντο από τον βούλκο που τρίβονταν
σαν κουραμπιές. Ήρθε το καλοκαίρι και είχε μάσει τα
λεφτά που χρειαζόταν. Φώναξε το μάστορα και συμ-
φώνησαν να ρίξει τον τσατμά και να φτιάξει τοίχο
από πλίνθες, για να στερεωθεί λίγο και η σκεπή, μην
πέσει και την πλακώσει. Με το που έμπηξε ο μάστο-
ρας το σκεπάρνι ανάμεσα στις καλαμιές, ο τσατμάς
έπεσε σα χαρτί και…
124