Page 124 - παράξενες ιστορίες με γάτες
P. 124

σις, μουρέ διαουλόσπερμα;;».


            – «Η καλή ήταν αυτήνη;» και «γκνταπ!», «πάρι κι συ
            κακιά», είπε και με την κουτάλα άφησε στον τόπο και
            την  άλλη  και  σταμάτησε  να  κλαίει  που  δε  θα  να
            ’τρωγε μπουργέτο.

            Καλοκαίριαζε,  και  οι  φτωχοί  τήραγαν  να  μερεμετί-
            σουν τα καλύβια τους, να στερεώσουν κάπως τις σκε-
            πές,  ν’  αλλάξουν  κανένα  σπασμένο  παλιοκεράμιδο,
            για  να  πιάσουν  τα  νερά  το  χειμώνα.  Τα  μαστόρια
            φτιάχνανε το χαρμάνι στις αυλές κι απέ με το μυστρί
            βούλωναν τις τρύπες στους τσατμάδες και καθάριζαν
            τις υγρασίες από τα τοίχια.

            –  «Να τ’ς  βουλώσεις καλά!»,  φώναζε  η Μίδαινα το
            μαχτίδι, «μη δου κανένα καταραμένου να μπινουβγαί-
            νει, θα τα βάλου μι σένα!».

            –  «Μείνι  ήσυχη  κυρα  Λένη.  Άμα  τα  καταραμένα
            σπάσ’νι του  τσιμέντου, τότινις χαλάλι τ’ς. Πρέπ’  να
            πάρ’ κουμπρισέρ ου πουντ’κός για να του σπάσ’», και
            γελάγανε κι οι δυο.

            Μόνο που, με το που έφυγε ο μάστορας, ακουγότανε
            σα  χτύπος  πίσω  από  τον  τσατμά.  Όμως  ήταν  τόσος
            και τέτοιος ο παιδεμός, οι σκοτούρες, η φτώχεια, που
            κάνανε τα μηλίγγια των ανθρώπων να σφυρίζουν και
            να  λησμονάνε  τους  χτύπους  πίσω  από  τους  τσατμά-
            δες.  Σαν  πέρασε  λίγος  καιρός,  βρώμα  κυρίευσε  το
            σπίτι της κυρα Λένης και δεν είχες πού να σταθείς. Η
            δυσωδία απλώθηκε κι έπιασε όλη τη γειτονιά.

            – «Κυρα Λένη! Να ιδείς το βόθρο σου, μη βούλωσε!
            Πεθάναμε από τη ζέχρα», παραπονιόνταν οι γείτονες.
            Ήρθε  ένας  μάστορας,  ξεβούλωσε  τον  βόθρο,  μετά
            άλλος,  μην  κι  ο  προηγούμενος  δεν  τον  ξεβούλωσε


                                    123
   119   120   121   122   123   124   125   126   127   128   129