Page 121 - παράξενες ιστορίες με γάτες
P. 121
δω· θα σάς σκίσου μι τα ίδια μ’ τα χέρια! Ανεχόρτα-
γες! Αχάριστες! Κι απ’ τα μάτια σάς χώνω, κι εσείς
εκεί, να μάς βάλτε να τσακωθούμι Κυριακάτ’κα». Οι
γάτες όμως, κατευχαριστημένες από την ανεπάντεχη
λιχουδιά, χορτασμένες, γλείφονταν κι απέ ξάπλωναν
κάτω από τα’ αρμυρίκια. Μ’ όλες τις νίλες όμως, ποτέ
δεν τις απόκοβαν, γιατί καραδοκούσαν τα «κουφά»
και οι αρρώστιες που έσερναν μαζί τους· κι έτσι «ας
πάει και το παλιάμπελο»· έβγαναν πέρα την Κυριακή
όπως – όπως, κι ένα βρισίδι παραπάνω. Δε βαριέσαι…
Και τα χρόνια κύλαγαν και μαζί τους μεγάλωναν
άνθρωποι, γάτες, ψάρια και ποντίκια και παντρεύο-
νταν, γένναγαν, πέθαιναν και πάλι από την αρχή. Την
Άνοιξη, όμως, γινόταν το μεγάλο «πατιρντί». Ήτανε ο
καιρός που οι ψαράδες «έκαναν χώρα», ερχότανε πολ-
λοί από τα ιβάρια, για να ετοιμαστούν για το Πάσχα·
ν’ ανοίξουν λάκκους για να ψήσουνε τ’ αρνιά, να ε-
τοιμάσουμε τις σούβλες για τα χέλια, να βάλουνε στο
μούσκιο τα βούρλα για να μαλακώσουνε και να δέ-
σουνε τα σφάγια, να ετοιμάσουνε τα μεσαρικά για τα
κοκορέτσια, να προμηθευτούνε νταμιτζάνες με κρασί
από τα κρασοπουλειά. Μέσα σ’ όλο αυτό το πανηγύρι,
οι γάτες γκαστρώνονταν κι άλλες, πάλι, γένναγαν. Τα
βράδια ο αέρας της Νερούπολης μοσχοβόλαγε πασχα-
λιές και λεμονανθούς και τα γαλιουρίσματα ακουγό-
ντανε μέχρι το λιμάνι. Τα μεσημέρια εμφανιζόντανε
κάτι γάτοι με πλατιά και χοντρά μούτρα, που κάρφω-
ναν τα μάτια τους κατευθείαν απάνω τους κι, αυτω-
νών, τούς σηκωνότανε η τρίχα και γινόνταν σαν αρ-
κούδια. Μετά, τις κουτούπωναν κι από το κουτρουβά-
λημα και το μάλι βράσι, τουλούπες από τρίχες σήκωνε
το ανοιξιάτικο αεράκι και τις στοίβαζε στις γωνιές των
αυλών.
Ένα Πάσχα, αφού ψήσανε καμιά εικοσαριά ψαροοι-
120