Page 122 - παράξενες ιστορίες με γάτες
P. 122
κογένειες αντάμα τ’ αρνιά τους, τα έστησαν με τις
σούβλες να κρυώσουν, πρώτα, κι απέ να τα τυλίξουν.
Όπως κάτσανε οι ψαράδες στο τραπέζι, μεριά οι φω-
τιές, μεριά τα πιπέρια, τα χέλια και το κρασί, ξεχά-
στηκαν. Κάμανε κουμάντο οι γυναίκες τους και μάζε-
ψαν τα σφαχτά. Μείνανε στημένα όμως δυο αρνιά
στις σούβλες, κρύωσαν, αλλά κανείς δεν τα σύμμασε.
Το ένα ήτανε της θεια Βάσως και τ’ άλλο της θεια
Ελπίδας, νύφη με κουνιάδα, αλλά έμοιαζαν σε όλα τα
χούγια, και στο πιώμα, σαν δυο σταγόνες νερό. Σαν
πλάκωσαν το κρασί οι δυο γριές, απόμειναν αδ’ εκεί.
Δεν είχαν ανάκαρα να σηκωθούν. «Άσι μας, καημέ-
νε… Ξέρουμι ’μεις αν θα ματακάμουμι Πάσχα;». Τα
παιδιά τους μάζεψαν τα παιδοπούλια και τ’ απόγιομα
μπήκαν στα σπίτια τους. Οι γάτες πήραν να μαδάνε
τις πέτσες απ’ τ’ αρνιά κι απέ να τρώνε και τα μπού-
τια.
– «Μαρεεές! Αφήστι λίγου κρέας κι για μάας!»,
έλεγαν οι δυο γριές στις γάτες, ξερές από τα γέλια και
τύφλα απ’ το μεθύσι. Έγιναν μόλογος σ’ όλον τον Αη
Σπυρίδωνα!
Μια μέρα, «νιαούρια» ακουγόντανε μέσα στο σπίτι
της Μίδαινας, σαν και να ’τανε από γεννητσαρούδια.
Βγήκε στη γειτονιά και φώναξε τις γειτόνισσες:
«Ιλάτι στου σπίτ’, ακούω νιαούρια κι δεν καταλαβαί-
νου πούθι έρχουντι. Για ψάξτι κι σεις, μαρές γειτόνισ-
σες». Όλες άκουγαν, αλλά τήραγαν από δω, τήραγαν
από κει, τίποτα. Εν τέλει, ηύραν από πού γινόταν η
φασαρία: «Κυρα Λένη, η γάτα γέννησε μέσα στ’
ντουλάπα, απάν’ σι μια κανίστρα!». Η Μίδαινα είχε
μια ξαχαρβαλωμένη ντουλάπα, απ’ τον καιρό που
παντρεύτηκε τον κυρ Μίδα, που τα φύλλα της έμεναν
μισάνοιχτα, γιατί είχαν χαλάσει οι μεντεσέδες. Εκεί
μέσα βρήκε η γάτα μια κανίστρα, όπου η κυρα Λένη
121