Page 123 - παράξενες ιστορίες με γάτες
P. 123
είχε απιθώσει το πανωφόρι της, και γέννησε μέσα στη
ζέστα, στη μαλακωσιά και στην ησυχία. Μαθεύτηκε
ολούθε: «η γάτα γέννησε απάν’ στου πανωφόρ’ τ’ς
Μίδαινας».
Και το θέατρο της ζωής αργοκυλούσε με τους ίδιους
πρωταγωνιστές και θεατές· ψαράδες, ψάρια, γάτες,
ποντίκια και νοικοκυρές σε φτωχοκάλυβα ή σε μικρά
ημιώροφα με ξύλινες σκάλες και μόντζους ή και γα-
λαρίες, με γεννητσούρια, έρωτες, πόθους και πάθη
και θανάτους. Ο κυρ Μίδας πήγαινε στα καμάκια
στην Πλώσταινα και μια μέρα έφερε σκορπιούς.
– «Λένη, ιτοίμασι τ’ς σκουρπιούς να φκιάσεις μπουρ-
γέτου». Μπουργέτο! Από τα καλύτερα φαγιά της Νε-
ρούπολης· φίνο, γευστικό, νόστιμο, αιθέριο· αλλά το
ξύσιμο του σκορπιού θέλει μεγάλη προσοχή, γιατί
άμα σε βαρέσει με τ’ αγκάθια του, θα πεθάνεις από
τον πόνο, αφού έχει δηλητήριο. Μαθημένη η κυρα
Λένη, έξυσε τα ψάρια και καλόπιανε τα παιδιά της:
«Άϊντι, κι σήμιρα θα φάτι μπουργέτου. Έφιρι σκουρ-
πιούς ου πατέρας σας». Κι όπως τα ’χε φρεσκοξυσμέ-
να κι έσκυψε να βρει τα κρεμμύδια, ματασηκώθηκε
στο νεροχύτη και… άφαντοι οι σκορπιοί! «Ωωωωχ!»
έκαμε «κι τα πιδιά μ’ πιριμένι μπουργέτου».
Τον Σωτήρη, μόνο, δεν μπόρεσε να κάνει καλά!
– «Θα τ’ς σκουτώσου ούλις», απειλούσε.
– «Μη, μαρέ διάουλι τ’ς ξεπατώσεις, κι τ’ς έχουμι
ανάγκη τ’ς γάτις! Θα βγούνε τα “κ’φα” κι θα σ’ φάνι
τ’ μύτ’ κι τ’ αυτιά». Κι όσο να τον μολαημίσει,
«γκντάπ!» εκείνος με μια ξύλινη κουτάλα βάρεσε μία
στο κεφάλι και την άφησε στον τόπο.
– «Ωωωωχ!», έσκουξε η Μίδαινα «τ’ καλή σκότου-
122