Page 69 - περιοδικό κύμα τεύχος 3
P. 69

να. Να αποτιμήσουν τις παρακαταθήκες.
        Βέβαια πάνω εκεί, ήρθε και κάτι άλλο. Μέσα από τα συντρίμμια των οραμάτων, εκεί στον επιθα-
        νάτιο ρόγχο του εικοστού αιώνα, αναδύθηκε ξαφνικά μια νέα δύναμη, κάτι απρόσμενο και εντελώς
        καινούριο. Το διαδίκτυο.

        Το  διαδίκτυο  που  εντελώς  ξαφνικά,  απελευθέρωσε  μια  τεράστια  δυναμική  στη  λογοτεχνία.  Μία
        δυναμική που μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε μέχρι στιγμής, για τα σημαντικά σε βάθος χρό-
        νου αποτελέσματά της.
        Η «γενιά μεμβράνη» λοιπόν, έχει αρχίσει ήδη να μιλά. Η «γενιά μεμβράνη» επιτέλους συγκροτεί-
        ται. Συγκροτείται άναρχα με την αρμονία του δάσους. Σαν τα τζιτζίκια οι ποιητές της, τραγουδάνε
        γιατί δε μπορούν να κάνουν αλλιώς. Άλλος στον Έβρο, άλλος στη Θεσσαλονίκη, άλλος στην Καρ-
        δίτσα, την Αθήνα, το Άργος και τη Κρήτη. Ακόμη και στη Κύπρο. Σε πόλεις και χωριά της Ελλάδας
        ίσως και του εξωτερικού. Μέσα στο διαδίκτυο, που είναι πια ένα μεγάλο χωριό. Γιατί είναι και αυτό
        ένα χαρακτηριστικό της «γενιάς μεμβράνης». Ότι αναδύεται αργά και σταθερά και μέσα από το
        διαδίκτυο, εκτός από τους παραδοσιακούς τρόπους που επιλέγει κατά περίπτωση ο καθένας. Α-
        ναδύεται τραγουδώντας πάνω σε δέντρα-blog, τραγούδι λεύτερο. Και από το τελευταίο χωριουδά-
        κι της Ελλάδας ή ακόμα και του εξωτερικού, μπορεί κανείς να τραγουδήσει και να ακουστεί η φω-
        νή του. Είναι η πρώτη γενιά, που εξ’ αιτίας του διαδικτύου, δε χρειάζεται να συχνάζει στα λογοτε-
        χνικά καφενεία των Αθηνών για να «υπάρχει». Δε χρειάζεται να φιλήσει κανείς ευλαβικά τα χέρια
        κάποιου παραδοσιακού τάχα πατριάρχη ή μέντορα για να λάβει λογοτεχνική υπόσταση. Μοναδικό
        κριτήριο το τραγούδι του, που είναι πια στη διάθεση  της συλλογικής κρίσης και της ιστορίας. Και
        αυτό, ίσως ενοχλεί πολλούς.
        Πιστεύω λοιπόν, πως επιτέλους μπορούμε έστω και αχνά να ξεκρίνουμε κάποιους ποιητές από
        αυτή τη γενιά που έχει δώσει μέχρι σήμερα αρκετά, αλλά έχει πολλά να δώσει ακόμα. Η συνει-
        σφορά της θα εκτιμηθεί πολύ περισσότερο στο μέλλον, γιατί και η ίδια έχει πολύ δρόμο να διανύ-
        σει ακόμα.

        Δε θα μπορούσε λοιπόν από μια τόσο σημαντική γενιά, να λείπει ένας αυθεντικός εκπρόσωπός
        της. Ο ποιητής Γιάννης Ρηγόπουλος.

        Αυτή τη φορά όμως, δε θα ασχοληθώ  με έντυπη συλλογή του Γιάννη Ρηγόπουλου-που έχει αρ-
        κετές- για να τον μελετήσω, όπως έκανα στις περιπτώσεις του Θοδωρή Βοριά και του Έκτορα Πα-
        νταζή. Θα κάνω κάτι άλλο. Θα μελετήσω εκτενέστερα τον Γιάννη Ρηγόπουλο μέσα από το διαδί-
        κτυο  και  μάλιστα  από  το  blog  του  http://giannisrigopoulos.blogspot.com/  όπου  εκεί  υπάρχουν
        πολλά ποιήματά του, που δίνουν σε ικανοποιητικό βαθμό το προσωπικό του στίγμα, έχοντας βέ-
        βαια στη προσπάθειά μου αυτή και ως σύμμαχο, την υπάρχουσα σχέση μου με τη ποίησή του,
        από το 2004 περίπου.

        Ο Γιάννης Ρηγόπουλος είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα ποιητή που ζει στην επαρχία, που έχει
        αφομοιώσει πλήρως την ιστορία και τη κουλτούρα του τόπου του, αλλά η ποίησή του όχι μόνο δεν
        είναι επαρχιακή, αλλά ακραιφνώς ελληνική, καθολική και ιδιαίτερη.
        Ο Γιάννης Ρηγόπουλος ανήκει σε κείνο το είδος των ποιητών, που το σώμα, η ψυχή και η ζωή
        τους, διατίθενται εξ’ ολοκλήρου ώστε να αναπαράγουν τη συλλογική μνήμη μιας εποχής, έστω κι
        αν δεν έχουν γεννηθεί σ’ αυτή την εποχή. Το σώμα και οι αισθήσεις τους, λειτουργούν ως απορ-
        ροφητικά σφουγγάρια, ως ευαίσθητες κεραίες των αγώνων, του πόνου, των μαρτυρίων και των
        ελπίδων ενός λαού, ακόμη και πριν οι ίδιοι γεννηθούν. Στη πορεία μετασχηματίζουν σα μέλισσες
        μέσα στη κυψέλη τους την εμπειρία και τη «γύρη της μνήμης» και δωρίζουν στις επόμενες γενιές,
        τη κερήθρες με το μέλι τους. Και το μέλι του Γιάννη Ρηγόπουλου, είναι ακριβό και θυμαρίσιο.


            69
   64   65   66   67   68   69   70   71   72   73   74