Page 70 - περιοδικό κύμα τεύχος 3
P. 70
Αν είναι κάποιος λοιπόν από αυτή τη γενιά, που έχει απορροφήσει και καθρεφτίζει λαμπρά τη
γνήσια λαϊκή μας παράδοση, προσαρμοσμένη όμως σε σύγχρονα ποιητικά μοτίβα, αυτός είναι ο
Γιάννης Ρηγόπουλος. Γεννημένος το 1952 περίπου –ίσως ο μεγαλύτερος σε ηλικία εκπρόσω-
πος της γενιάς μεμβράνης- διαμένοντας τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στο Άργος, υφαί-
νει χρόνια τώρα εκεί με αξιοθαύμαστη ικανότητα, μια ποίησή δωρική, φτιαγμένη από τα χέρια, τα
στήθια και την οδύνη ενός «αγίου».
Πρωτοήρθα σε επαφή με τη ποίηση του Γιάννη, εκεί στο 2004 περίπου, όταν πολλοί από μας,
που είχαν περάσει χρόνια μοναξιάς γράφοντας και μη βρίσκοντας διεξόδους σε παραδοσιακούς
τρόπους ανάδειξης των γραφομένων τους, είχαν βρει στο διαδίκτυο τον τρόπο να ανταλλάξουν
σκέψεις, απόψεις, ποιήματα και φυσικά να γνωριστούν όσο μπορούν μεταξύ τους. Δεν άργησα
καθόλου να καταλάβω τότε, πως είχαμε να κάνουμε με έναν πραγματικό ποιητή, που δεν έκανε
μια ποίηση διακοσμητική, αλλά μια ποίηση που μετέφερε μνήμες μαχαιριές από το παρελθόν και
το παρόν, μια ποίηση που δεν είχε φτιαχτεί στο πόδι, αλλά σφυρηλατηθεί στο εργαστήρι ενός
πάσχοντα ακριβού ποιητή, συνήθως σε λιτά μικρά σχήματα που είχαν μέσα τους μια συμπυκνω-
μένη δύναμη και άφηναν ανεξίτηλο το χνάρι τους στη μνήμη και την αισθητική του αναγνώστη.
Έκτοτε, πλησίαζα πάντα τα ποιήματά του, με έναν ιδιαίτερο σεβασμό, σα να έμπαινα σε ατμό-
σφαιρα χώρου ιερού, διαποτισμένου από τον οίστρο και τη μυσταγωγία ενός ανθρώπου που
παλεύει με την οδύνη, που παλεύει με ζωντανούς και φαντάσματα.
Ο Γιάννης Ρηγόπουλος είχε κι αυτός το κάλεσμά του για να πάρει τον δύσκολο και ανηφορικό
δρόμο της ποίησης. Ας παρακολουθήσουμε ένα απόσπασμα από το θαυμάσιο πεζό του «Τα πε-
ράσματα» που δεν αντικατοπτρίζει (το απόσπασμα) το κύριο καρπό του πεζού, μας βοηθά όμως
αυτή η λεπτομέρειά του, να κατανοήσουμε το κάλεσμα του Γιάννη Ρηγόπουλου στη ποίηση και
τους προσανατολισμούς του...
Τον είχα γνωρίσει εδώ και δύο μήνες περίπου απ’ όταν άρχισα να πηγαίνω στη χασαποταβέρνα
του Γώτη, σ’ ένα χωριό λίγο έξω από το Αργος , για να μπερδεύω τα βράδια τις σκέψεις μου με
το κρασί. Να πνίγω τις σκιές στο οινόπνευμα. Τις σκιές που άρχισαν να μ’ επισκέπτονται εντελώς
ξαφνικά κάθε βράδυ και να μου ταράζουν τον ύπνο. Ο καπετάν Αντώνης, ο καπετάν Πεπές, ο
Αλκιβιάδης, μες στη χαράδρα, με ανοιγμένα στήθια γεμάτα αίμα, να κατεβαίνουν τα κοράκια, να
ορμούν να τα σπαράξουν, να γίνεται μια έκρηξη να γεμίζει ο τόπος φωτιές και καπνούς και πάλι
κοράκια να ζυγίζονται επάνω τους.
Να ξυπνάω αλαφιασμένος, μούσκεμα από τον ιδρώτα και με μισή ανάσα να ψιθυρίζω ''τα περά-
σματα, τα περάσματα!''
Γεννήθηκα το ’50 και δεν μπορεί να έχω καμία σχέση με εκείνη την εποχή.
Ό,τι ξέρω είναι από τα βιβλία και από τις μισοειπωμένες ιστορίες όσων επέζησαν. Λειψά πράγ-
ματα δηλαδή και βουνά τα ερωτήματα. Οι Αντάρτες, ο Στρατός, πώς και γιατί; Οι αγώνες ενός
λαού, τα όνειρα ενός λαού, το βάραθρο.
Εμένα γιατί με κυνηγάνε οι σκιές;
Είναι τα φαντάσματα που τον πολιορκούν, γυρεύοντας δικαίωση. Τα φαντάσματα έχουν μια ιδιαί-
τερη προτίμηση στου ποιητές. Γιατί μάλλον γνωρίζουν ότι είναι γεμάτοι ρωγμές. Επιθυμούν να
περάσουν μέσα τους και να τους στοιχειώσουν για να δικαιωθούν και να αποτυπωθούν μέσα α-
πό αυτούς στους αιώνες. Και ο Ρηγόπουλος ως γνήσιος και αυθεντικός ποιητής, ανοίγει διάπλα-
τα τις πόρτες, τα παράθυρα και τις ρωγμές του στα φαντάσματα των ηττημένων του ελληνικού
εμφυλίου. Αφήνει να του διηγηθούν τις τρομαχτικές ιστορίες τους στις χαράδρες, στα κελιά, στα
μπουντρούμια, στα εκτελεστικά αποσπάσματα, στις εξορίες.
70