Page 75 - περιοδικό κύμα τεύχος 3
P. 75
Όλα αυτά βέβαια είναι η μία πλευρά του ποιητή. Γιατί θα πρέπει να πλησιάσουμε και τον Διονυ-
σιασμό του Ρηγόπουλου που αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο στη ποίησή του.
Και πράγματι. Σε πολλά ποιήματά του, αναδύεται η έντονη σχέση του με το Διόνυσο, που είναι
καταλυτική. Δεν είναι όμως μια ειδική σχέση του ποιητή με τον μεγάλο Θεό, δεν είναι μια σχέση
που ‘’χρησιμοποιείται’’ από τον ποιητή για έμπνευση. Είναι η σταθερή θέση του διαχρονικού
Έλληνα απέναντι στον μεγάλο Θεό και τα φάρμακα που μπορεί αυτός να προσφέρει, για να γίνει
πιο υποφερτό το ταξίδι της ανθρώπινης ζωής. Το δώρο του Βάκχου είναι το σταφύλι και το κρα-
σί. Αυτό είναι το φάρμακο που μπορεί να κάνει τη ζωή πιο υποφερτή και να βυθίσει έστω και
πρόσκαιρα μέσα σε σύννεφα λήθης τη σκληρή πραγματικότητα. Τα δώρα του Βάκχου λοιπόν,
ήταν πάντα ευπρόσδεκτα από τον διαχρονικό Έλληνα και έτσι το δέχεται και ο ποιητής Ρηγόπου-
λος. Όχι σαν ποιητής, αλλά σαν διαχρονικός Έλληνας. Γιατί ο ποιητής για τον Γιάννη Ρηγόπου-
λο, είναι κι αυτός ένας ξωμάχος, αδερφός με τους εργάτες και αγρότες που συνευρίσκεται μαζί
τους στις ταβέρνες και τα καπηλειά να πιούνε κρασί και να χορέψουν, να μιλήσουν μεταξύ τους ή
να σωπήσουν, κοντολογίς να δημιουργήσουν αντίβαρα στον πόνο της ζωής και να απολαύσουν
τη ζέστη της συντροφιάς τους. Είναι το ίδιο μονοπάτι που έχει χαράξει ο Βάρναλης με το μελοποι-
ημένο του ποίημα ‘’Μες στην υπόγεια τη ταβέρνα’’. Η ταβέρνα είναι ο τόπος συγκέντρωσης των
φτωχών ξωμάχων αδερφών, που παλεύουν με τη ζωή. Ο τόπος συγκέντρωσης εκείνων που στα
ροζιασμένα χέρια τους κρατάνε τον κόσμο. Και ένας τέτοιος είναι κι ο ποιητής. Μέσα στη ταβέρνα
όμως, εκείνος γίνεται ο καταλύτης των προσωπικών ιστοριών των θαμώνων και τις αναγάγει σε
ποίηση. Παίρνει τη φωνή του απλού θαμώνα της ταβέρνας και την υψώσει στον ουρανό. Και ο
Ρηγόπουλος το καταφέρνει καλά αυτό. Διαθέτει το ξεχωριστό ταλέντο να απορροφά το πόνο που
αναδύεται από τους αδερφούς του και στήνει με ελάχιστα μέσα, μια ολόκληρη ιστορία. Η οικονο-
μία στη ποίησή του είναι όχι μόνο αξιοπρόσεκτη, αλλά παραδειγματική
ΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ
Χρόνους είκοσι
Έκρυβε στα νερά
Τη δυναμίτιδα
Ξοφλούσε τις μέρες του
Στα πανηγύρια
Χορεύοντας με τις τραγουδίστριες
Παλικαράς κι αμέθυστος
Ώσπου
Μια ορφανή πεταλούδα του’ μαθε
Πως πέρασε πια ο καιρός
Για το μεγάλο πυροφάνι
Έγινε βοσκός
Και χάθηκε στα βουνά
Αλλά η μαθητεία του στη ταβέρνα δεν είναι σπάταλη. Είναι πάνω απ’ όλα μια θητεία στα σπλάχνα
του λαού του. Είναι μια σχέση για να αποσπάσει την ουσία. Δεν φθείρεται σε ανούσιες παρέες,
παρά σε ό, τι μονάχα εκείνος θεωρεί σημαντικό και πολύτιμο. Και τούτο ακριβώς, το λέει ξεκάθα-
ρα στο ποίημα που ακολουθεί
75