Page 7 - περιοδικό κύμα τεύχος 3
P. 7

Φιλοξενία
                                                                                                           7
                                                            Η γη μου· αυτή που ζήτησα.
                                                            Το απόρρητο δέμα.
                 Με ανθρώπινο τρόπο
                                                            Τους ορίζοντες μάχομαι
                 Αυτός ήταν εκεί                            σε οριζόντια στάση.
                 εγώ δεν υπήρχα
                                                            Σταυρουδάκι χρυσό
                 Αυτός ήταν εκεί                            γελά πάνω στο λαιμό τους.
                 περιμένοντας ν’ ανθίσει
                 μέσα στη νύχτα μου                         Σε φωτιές ανυψώνομαι
                 να βαδίσει πίσω                            εκπυρσοκροτώντας σαν οβελίας.
                 από το ίδιο Του είδωλο
                 προσκυνώντας Το                            Γύρω μου καμένες γλώσσες.
                 αναθεματίζοντάς Το                         Όρεξη που κόπηκε στη μέση.

                 ο πιο ανίσχυρος                            Αντιδράσεις προσπαθούν να δείξουν
                            Θεός                                                         λεπτές,
                 στους αιώνες.                              γρήγορο μέτρημα χρημάτων.

                                                            Όσο μπορούν να πληρώνουν
                                                            δεν φοβούνται.

                                                            Όσο μπορώ να πεθαίνω
                                                            τίποτα δεν με ορίζει.




















         Στο καφενείο έχουν καιρό να τον δουν,το ίδιο και στη ταβέρνα.Άλλοι λένε πως μπάρκαρε με το
         πρώτο καράβι που βρήκε,άλλοι πως ερωτεύθηκε μια τσαχπίνα θεατρίνα και γυρίζει με το θία-
         σο της όλη την Ελλάδα.
         Παρασκευά τον έλεγαν ρώτησα στο καφενείο το επώνυμο του,κανείς δεν ήξερε.Ήταν ψη-
         λός ,γεροδεμένος με ένα μικρό σημάδι στο πρόσωπο.Δούλευε περιστασιακά σε οικοδομές και
         όταν δεν είχε λεφτά τον ζούσε μια αφράτη χήρα,Μέλπω τη έλεγαν γυναίκα αξιωματικού ο οποί-
         ος έπαθε καρδιακή προσβολή μετά τη πτώση της χούντας και λίγο αργότερα πέθανε μη μπο-
         ρώντας να αντέξει τη ντροπή.
         Κάπνιζε πάντα ζαντέ φίλτρο και έπινε ούζο σκέτο.Είχε μια αγάπη για το λαικό τραγούδι και
         έγραφε στίχους,Τους τραγουδούσε πότε πότε στο λιτό δωμάτιο του με ένα παλιό μπουζούκι
         του Ζοζέφ.Τους είχε γράψει σε μια κασέτα ,τα πήγε σε εταιρείες αλλά όλες απάντησαν αρνητι-
         κά. Αγαπούσε τα πουλιά,είχε δυο καναρίνια και όταν έβλεπε κήπους με λουλούδια στεκόταν
         σιωπηλός.Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ,δυο βλέμματα είχαμε αλλάξει μοναχα ,μες στη σιωπή.
         Στο καφενείο έχουν καιρό να τον δουν,το ίδιο και στην ταβέρνα
   2   3   4   5   6   7   8   9   10   11   12