Page 18 - Index_Neat
P. 18
πια δεν την ενδιέφερε αν ενδιαφερόταν. Ήταν σχεδόν αστείο, αλλά δε φαινόταν να το καταλαβαίνει
κανείς, μόνο η ίδια όπως στα όνειρα. “Φαίνεται ότι η αίσθηση του καθήκοντος είναι αυτό που
φεύγει πρώτο” σκεφτόταν χαλαρά, και, άρχισε να γλυστράει πέρα από τη σκέψη...Όλα ήταν τέλεια,
όπως έπρεπε να είναι, μόνο που η αναπνοή τη δυσκόλευε λίγο, ήθελε να μπορούσε να βήξει, έτσι
απαλά, αλλά δε γινόταν, και στο κάτω-κάτω δεν πειράζει, κι έτσι, δεν είχε κάποιο σημαντικό
πρόβλημα...Περίεργο, όσο χάλια ένιωθε τις προηγούμενες μέρες, τους μήνες, τόσο ελαφριά ήταν
τώρα. Μόνο η αναπνοή άλλαξε ρυθμό. Γρήγορα-γρήγορα-γρήγορα-γρήγορα, πιο αργά-αργά-αργά-
βαθιά-πολύ βαθιά-αργά-βαθιά-πολύ βαθιά-αργά και βαθιά. Όλο και πιο αργά-βαθιά-στοπ. Ξανά-
στοπ. Ξανά-στοπ. Ξανά, στοπ, ξανά, στοπ. Κάπου ενδιάμεσα σαν δισταγμοί ανάμεσα στην
προηγούμενη και την επόμενη. Καμία κίνηση-στοπ. Ησυχία. Τέλος. “Έλα μητέρα, μπορείς. Έλα.
Μια ανάσα ακόμα. Έλα μπορείς. Έλα, άλλη μια φορά, άλλη μια ανάσα. Για να ελπίζουμε...Μια
ανάσα και θα φύγω. Θα γυρίσω την πλάτη μου και θα φύγω βέβαιη πως τίποτα δε θα συμβεί. Κι αν
συμβεί δε θα με νοιάζει, εγώ σιγουρεύτηκα πριν φύγω. Θέλω να φύγω. Μια ανάσα και θα φύγω
χωρίς ενοχές. Θα είσαι καλά. Αντέχεις. Μεχρι να ξανασυναντηθούμε δεν μπορείς να πεθάνεις. Όσο
σε κοιτάζω πεθαίνεις. Αλλά θα κάνω μαγικά: αν δω μια ανάσα, θα γυρίσω και θα φύγω και δεν θα
μπορείς να πεθάνεις ώσπου ν' αποφασίσω να γυρίσω. Να βρω το κουράγιο να γυρίσω, να δω ότι
είσαι άρρωστη. Δεν είναι παιχνίδι. Μια ανάσα κι έφυγα. Αμέσως, γρήγορα, θα βρω κάποια
δικαιολογία πρώτα, να βγω απ' το δωμάτιο χωρίς να παρεξηγηθώ, να πει κανείς ότι αδιαφορώ. Κι
όμως, σε μισώ μητέρα. Σε μισώ γιατί αλλάζεις τα πάντα γύρω μου με την αρρώστια σου, γιατί ο
πόνος δεν αντέχεται. Πάρε μια ανάσα, κι έφυγα. Πρώτα θα βγω απ' το δωμάτιο, μετά απ' το σπίτι,
μετά απ' την πόλη. Και δε θα γυρίσω μητέρα, παρά μόνο για να σε δω να μην πεθαίνεις. Έχοντας
γυρίσει το χρόνο πίσω, όταν δεν πεθαίνουμε, όταν μεγαλώνουμε αλλά συνεχίζουμε να υπάρχουμε,
όπου γυρνάμε μπρος-πίσω στο χρόνο, μεγαλώνουμε και μικραίνουμε σαν σε τραμπάλα, ανάλογα με
τις καλές στιγμές. Κι αυτή δεν είναι καλή στιγμή, το αντιλαμβάνεσαι μητέρα, είναι μια πολύ κακή
στιγμή, και είναι δικό σου το λάθος. Θες να αλλάξεις τις ζωές μας, και δεν θα δεις όσα θα γίνουν,
δεν θα δεις όσα φοβόσουν να δεις: πώς θα αλλάξουμε -μητέρα. Δεν θα ξεχάσουμε, κι όμως νομίζω
θα 'θελα να σε ξεχάσω, να σε παραδώσω στη λήθη, κι εσένα και τις σκέψεις για σένα και τη μορφή
σου. Θα σε περιγράφω αλλά δε θα σε θυμάμαι μητέρα. Μια ανάσα ακόμα. Μια ανάσα για να φύγω.
Αυτή τη φορά δε θα με παγιδεύσεις, Δε θα χειροτερέψεις ξαφνικά. Τα 'χω σκεφτεί όλα μητέρα. Μια
ανάσα για να φύγω, γιατί νιώθω ότι αν αυτή η ανάσα δεν έρθει, θα κλείσει η πόρτα της διαφυγής
πίσω μου, κι εγώ θα μείνω σ' αυτό το δωμάτιο μητέρα, όσες φορές κι αν φύγω μετά. Τώρα πρέπει
να φύγω, αν και θα θυμάμαι πάντα ότι είσαι ξαπλωμένη στη μέση του κρεβατιού, προς τη δική σου
πλευρά, (ίσως μερικά εκατοστά), το κρεβάτι είναι από ξύλο σκούρο, βυσσινί, γυαλιστερό. Το ίδιο
και τα βαριά κομοδίνα. Τέσσερα συρτάρια. Εκεί θα βρίσκονται τα εσώρουχά σου. Για δεκαετίες.
17