Page 17 - Index_Neat
P. 17

πίστευα ότι θα πέθαινε. Αναγνωρίζοντας το φόβο, αναγνωρίζεις και το θάνατο. Με άφησε να τη

            φωτογραφίσω τελικά. Με ντεμοντέ ασπρόμαυρο φιλμ. Πλησίασα την Belle Helene, που γινόταν
            ανυπόμονη και θεωρούσε ότι κοίταζα την τρέλλα μου αντί ν’ ασχοληθώ στα σοβαρά μαζί της. Τη

            φωτογράφισα από κοντά, προφίλ και ανφάς. Τα μαλλιά της ήταν ξεχτένιστα και άβαφα. Μου

            φάνηκε ότι το μέτωπό της είχε μεγαλώσει, το πρόσωπο προσαρμοζόταν στο τέλος που ερχόταν, και
            στην πορεία της αρρώστιας. Τα κόκκαλα ήταν τονισμένα και το στόμα φαινόταν ξερό, αλλά δεν

            ήθελε να πιεί. Η μύτη είχε τονιστεί κι αυτή, το στόμα είχε συνέχεια μια έκφραση πόνου. Το δέρμα
            της ήταν χλωμό, τραβηγμένο. Την έβλεπα μέσα απ’ το φακό καθώς εστίαζα, και διάλεγα τις σωστές

            γωνίες. Κουράστηκε γρήγορα. Ξαπλωμένη εκεί, στη μέση σχεδόν του κρεβατιού, μ' ένα καπιτονέ,
            βελούδινο μαξιλαράκι πίσω απ’ το κεφάλι για να ακουμπάει, σκεπασμένη μέχρι το στήθος, ακίνητη.

            Μόνο τα μάτια της κινούνταν και με παρακολουθούσαν. Σιγά-σιγά αδιαφόρησε. Κοίταζε έξω απ’

            την μπαλκονόπορτα, θυμωμένη, κουρασμένη. Κατάλαβα ότι με όση κοκκεταρία ήταν διατεθειμένη
            να ανασύρει σ’ αυτή τη στιγμή της σωματικής και ψυχικής ήττας της, πόζαρε γι’ αυτή την

            ερασιτεχνική, παράξενη φωτογραφική συνεδρία. Κανείς δεν μας είδε. Κανείς δεν κατάλαβε το
            παραμικρό. Οι φωτογραφίες υπάρχουν ακόμη. Τον πρώτο καιρό μετά το θάνατό της, μια από αυτές

            υπήρχε σε κορνίζα σε ένα τραπεζάκι. Ήμουν το παιδί μιας πεθαμένης μητέρας, μιας πεθαμένης
            γυναίκας. Ήμουν το παιδί μιας γυναίκας που δεν υπήρχε πια, και για όσους δεν την ήξεραν, δεν

            υπήρξε ποτέ. Διάλεξα να κορνιζώσω μια φωτογραφία σχεδόν προφίλ, κάτι ανάμεσα σε προφίλ και

            τρία τέταρτα, για να είμαι ακριβής, με την  Belle Helene  να κοιτάζει αριστερά. Η αγωνία ήταν
            ξεκάθαρη. Η σφραγίδα του πόνου ανεξίτηλη.


            Μικρό Requiem
            Λίγες μόνο μέρες αργότερα, “πεθαίνω”...σκέφτηκε. “Πεθαίνω στα σίγουρα”... Δεν έβλεπε πιά γύρω

            της, άκουγε μόνο σα σε όνειρο τις φωνές όσων βρίσκονταν στο δωμάτιο. Ψίθυροι... Άραγε όντως
            ψιθύριζαν ή εκείνη τα άκουγε όλα πιο χαμηλά; Η φίλη της έλεγε κάτι σαν «μην κλάψετε τώρα, μη

            φωνάξετε,  αφήστε  την   να   φύγει   ήρεμα...”  Έτσι   όπως   μούδιαζε  αργά,  της   ήταν   οπωσδήποτε

            δύσκολο να πει ο,τιδήποτε, ή να ενδιαφερθεί για ο,τιδήποτε... Πάντως θα ‘θελε να μπορούσε να
            επιστήσει την προσοχή των παρισταμένων σε ορισμένα θέματα, αλλά το μούδιασμα τη βόλευε, της

            θύμιζε όταν ήταν μικρή, χειμώνα, και την τύλιγε η μητέρα της με την κουβέρτα στο μικρό δωμάτιο
            δίπλα στην κουζίνα, όπου ξέφευγε η ζέστη και οι μυρωδιές...Από τότε είχε να νιώσει τόση

            θαλπωρή...Ωραία   λέξη...θαλπωρή...Τα   παιδιά   της   στέκονταν   στην   πόρτα   του   δωματίου,   είχε

            ανάμικτη αγάπη και παράπονα, αλλά ήταν πολύ αργά τώρα να ενδιαφερθεί για ο,τιδήποτε...Όλα
            μέσα στο μυαλό της είχαν λυθεί. Άλλωστε τι σημασία είχε, όλα έγιναν μια μικρή στιγμή θανάτου.

            Σιγά-σιγά η σκέψη της ξέφευγε: “μακάρι να μπορούσα να ενδιαφερθώ”, γελούσε μέσα της, γιατί



            16
   12   13   14   15   16   17   18   19   20   21   22