Page 12 - Index_Neat
P. 12
Ο ΕΞΑΔΕΛΦΟΣ
Εμείς το καλοκαίρι δεν πηγαίναμε με τους προνομιούχους, κι ας μας καλούσαν. Δεν πηγαίναμε να
συγχρωτιστούμε με τις οικογένειες με τα όμορφα παιδιά, που μεγάλωναν ελεύθερα, με ακριβά
ρούχα, θαλάσσια σπορ και μοδάτα παιχνίδια, κι ας μπορούσαμε. Αντίθετα, πηγαίναμε στον παχουλό
εξάδελφο, που η υπερπροστατευτική κι αυστηρή μητέρα του, τον έντυνε με κοστούμι και παπιγιόν
τις Κυριακές και αργίες, ενώ τις υπόλοιπες μέρες μπορούσες να τους πετύχεις να κυνηγιούνται
γύρω απ' το σκαλιστό τραπεζάκι του μικρού, στενόχωρου σαλονιού -μόνιμο θέμα συζήτησης η
μετακόμιση σε μεγαλύτερο σπίτι με καλύτερη διαρρύθμιση- με τη θεία να μην τον πιάνει ποτέ,
παρά μόνο να εκτοξεύει απίθανες απειλές, και τον εξάδελφο να απαντάει αναλόγως. Η μόνη
αληθινή απειλή ήταν ο πατέρας του, που έδινε κάτι χαστούκια ξεγυρισμένα. Μετά ο εξάδελφος
έκλαιγε επιδεικτικά και φωναχτά, ορκιζόταν ότι θα μελετάει, κι έτρωγε παγωτό σκουπίζοντας της
μύτη του και κάνοντας μούτρα στη μάνα του.
Όταν πηγαίναμε σπίτι τους, αφού η θεία μας κερνούσε υποβρύχιο ή βύσσινο γλυκό που μόνιμα της
ζαχάρωνε, κι εμείς κοιτάζαμε απελπισμένες απ' την αηδία που μας έφερνε το γλυκό, τη μητέρα, που
όμως απόφευγε το βλέμμα μας, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να κάνουμε φιλότιμες προσπάθειες
να το φάμε για να μην προσβληθεί η θεία, μας έστελναν υπό αυστηρές νουθεσίες στο δώμα του
σπιτιού, όπου ο εξάδελφος είχε το βασίλειό του, κι όπου υποτίθεται διάβαζε. Διάβαζε, αλλά όχι τα
μαθήματα της προηγούμενης και της επόμενης χρονιάς, όπως ονειρευόταν η μάνα του. Διάβαζε ό,τι
κόμικ κυκλοφορούσε και που αγόραζε κρυφά στο περίπτερο κοντά στο μαγαζί του πατέρα του όταν
πήγαινε για τσιγάρα και εφημερίδα. Τα δανειζόμασταν, και μετά στρωνόμασταν στις πάνινες
πορτοκαλί πολυθρόνες σιωπηλοί, αφού πρώτα ελέγχαμε ότι είχαν κατέβει οι μεγάλοι, κι ότι είχαμε
κρυψώνα για καμμιά επείγουσα περίπτωση αιφνιδιαστικού ελέγχου, συνήθως κάτω από το μαξιλάρι
της πολυθρόνας, αν και απ' τις απανωτές ανοησίες του εξαδέλφου, δεν είχαν μείνει και πολλά μέρη
διαθέσιμα. Σιωπηροί συνένοχοι, διαβάζαμε κι εμείς τα κόμιξ που η μητέρα αρνιόταν να μας
αγοράσει πότε ισχυριζόμενη ότι τα εικονογραφημένα “καταστρέφουν τη φαντασία και την
επιθυμία για μάθηση”, πότε ότι δεν είχε ψιλά. Αν ακούγαμε βήματα στη στριφογυριστή σιδερένια
σκάλα που οδηγούσε απ' τον πρώτο όροφο στο δώμα, τα κρύβαμε και κουβεντιάζαμε ήρεμα ή
κάναμε ότι θαυμάζαμε τα στρατιωτάκια που είχε στημένα πάνω στο γραφείο του. Ο εξάδελφος
σήκωνε το κεφάλι δήθεν ενοχλημένος απ' το βιβλίο που μέσα έκρυβε τη “Μάσκα”. Το τελείωμα της
σκάλας έβγαζε σε ένα μπαλκόνι μεγάλο σαν αλάνα και η πόρτα του δώματος για ν' ανοίξει, έπρεπε
να διασχίσει κάποιος το μπαλκόνι αυτό, οπότε υπήρχε χρόνος μέχρι να ανοίξει η πόρτα, να γίνει η
σωστή σκηνοθεσία και να μπούμε όλοι στο πλάνο χαμογελαστοί. Ατυχώς μια φορά λίγες μέρες πριν
την επίσκεψή μας εκείνο το απόγευμα που πρόκειται να σας διηγηθώ, ο πατέρας του είχε την
11