Page 14 - Index_Neat
P. 14
μαγκιά και αλητεία αλλά και ρίσκο. Τώρα δε γινόταν πιά να κάνουμε πίσω, τέρμα. Αρχίσαμε να
γελάμε, προσεκτικά για να μη μας ακούσουν, πράγμα πιθανό αφού το παιχνίδι παιζόταν σε
εξωτερικό χώρο κι ο εξάδελφος είχε πολλές αμαρτίες απ' το παρελθόν που είχαν καλλιεργήσει την
καχυποψία. Υπήρχε και ευκαιριακός τσιλιαδόρος, ένας από μας σε κυλιόμενες σύντομες
περιπολίες. Αφού λοιπόν όλα έβαιναν καλώς, πέσαμε με τα μούτρα στο παιχνίδι για το οποίο κάθε
τρεις και λίγο ο εξάδελφος ζητούσε συγχαρητήρια, ώσπου ρίξαμε μια παραπάνω σε κάποιον που
μας φάνηκε εύκολο θύμα. Ο περαστικός επίμονα και με όραση γερακιού έλεγξε τις ταράτσες, και
είδε μέρος του εξαδέλφου που θριαμβολογούσε αφού -θεωρητικά- είχε πετύχει το σφεντόνιασμα
και το βρέξιμο. Άρχισε δε ο περαστικός να φωνάζει “παλιόπαιδα”, “θα το πω στη μάνα σας”, “θα
δείτε”, κι εμείς κρυφτήκαμε με την καρδιά μας να χτυπάει σαν τρελλή, την αγωνία ν' ανεβαίνει κι
έτοιμοι να κατηγορήσουμε ο ένας τον άλλο -αν χρειαζόταν. Ελπίζαμε ότι δε θα εύρισκε το σπίτι,
και το αίμα μας πάγωσε όταν ακούσαμε το κουδούνι να χτυπάει με τον αντιπαθητικό, μονοκόμματο
ήχο του σαν κρώξιμο. Η θεία κατέβηκε από την εσωτερική σκάλα στην είσοδο, της είπε ο
επισκέπτης τα καθέκαστα, και ο Χορός της τραγωδίας πρώτη φορά ανέβηκε σε πρωτοποριακή
περφόρμανς με δύο μόνο άτομα, τη θεία και τη μητέρα μας. Το αυτί του εξάδελφου πήγε και ήρθε,
η αδελφή μου, εντελώς αψυχολόγητα παρατήρησε ότι “έτσι κουφάθηκε και ο Θωμάς Έντισον”, και
μετά από κλάσματα δευτερολέπτου άναυδου βλέμματος των δύο μαμάδων, εισέπραξε ένα
“σκασμός” μεγαλοπρεπέστατο. Εγώ μυριζόμουν τις μπόρες και τα περιθώρια αντίδρασης
-ανύπαρκτα εν προκειμένω- οπότε έμεινα βουβή και περίμενα αναλύοντας τα ψυχολογικά στάδια
του θυμού της θείας και της μητέρας με παραμέτρους της συνάρτησης το χαρακτήρα του ατόμου,
τον τόπο, το χρόνο, τη σχέση με τον δράστη, το αντικείμενο του καυγά ή αλλιώς το μέγεθος του
παραπτώματος και τη φυσική εξάντληση του τιμωρού. Ο εξάδελφος έκλαιγε και έβριζε τη μάνα του
ταυτοχρόνως, η μύτη του έτρεχε, ορκιζόταν ότι θα φύγει απ' το σπίτι, ότι θα πάει στο
ορφανοτροφείο, στην αστυνομία, στη θεία του, στο δρόμο, στη θάλασσα, στην Αμερική, να πνιγεί,
να σκοτωθεί, να εξαφανιστεί. Πιστοί στο ύφος του ανεβάσματος χρόνια τώρα, η θεία και ο γιος της
έδωσαν τα ρέστα τους στην παράσταση εκείνου του απογεύματος. Εμείς εισπράξαμε μια υπόσχεση
ότι “θα τα πούμε στο σπίτι”, γεγονός δυσοίωνο, που έδινε όμως μια μικρή ανάσα συνεννόησης κι
ανεύρεσης δικαιολογιών μεταξύ εμού και της αδελφής μου. Ανταλλάξαμε βλέμματα παντομιμικής
συνεννόησης, που περίπου σήμαιναν: “λοιπόν άκου, εσύ είσαι πολύ μικρή, άρα αθώα κι εγώ (η
αδελφή μου) απλώς κοιτούσα, και οι δύο προσπαθήσαμε να τον μεταπείσουμε, αλλά μάταια. Ξέρεις
πώς είναι ο εξάδελφος, στο κάτω-κάτω εσύ φταις που μας τον φόρτωσες, ενώ εμείς θέλαμε σινεμά.
Υπόσχεση να ειδοποιήσουμε αν ξαναέχει τέτοιες ιδέες ο εξάδελφος, στην ανάγκη και όρκος.
Σύμφωνες;” “Ναι”. Ακούσαμε τα σχολιανά μας, αλλά ενώ η μητέρα απήγγελλε, το μυαλό μας, σε
αγαστή σύμπνοια με του εξάδελφου που επίσης τα άκουγε λίγες εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα,
13