Page 16 - Index_Neat
P. 16
BELLE HELENE
Belle Helene: ψευδώνυμο. Σαν τα ονόματα που έχουν τα ατμόπλοια και οι μικρές, ασήμαντες
βάρκες. Belle Helene, με την ανάμνηση των αγοριών που σφύριζαν στις κυριακάτικες εξόδους.
Belle Helene με τις μπούκλες στα μαλλιά που τις ξεχτένιζε ο άτακτος συμμαθητής -που κλείστηκε
στο ψυχιατρείο. Belle Helene όμορφη, χαμογελαστή και αισιόδοξη με τη τοπική ενδυμασία. Belle
Helene με τον άκαιρο θάνατο.
Μπήκα στο δωμάτιο. Η Belle Helene ήταν ξαπλωμένη. Φορούσε ένα πράσινο βαμβακερό νυχτικό
με τρία κουμπάκια ψηλά στο στήθος. Το σακκουλάκι από μέσα, στα δεξιά της κοιλιάς της δε
φαινόταν κάτω απ' τα σκεπάσματα. Η κοιλιά ήταν φουσκωμένη περισσότερο απ' το κανονικό, και
το στέρνο ανεβοκατέβαινε μαρτυρώντας πόνο. Ήταν απόγευμα, κι από την τραβηγμένη κουρτίνα
έπεφτε στο δωμάτιο ένα φως που ήταν κι αυτό στα τελευταία του. Είχαν αργήσει ν' ανάψουν τη
λάμπα στο διπλανό κομοδίνο, και μαζί με το κρύο που είχε κιόλας αρχίσει, υπήρχε μια θλίψη σαν
κακό προαίσθημα, διάχυτη στο χώρο. Η Belle Helene δε θα γινόταν καλά έλεγε ο Νοέμβρης. Τα
φύλλα, τα δέντρα, το χώμα έξω στον κήπο, είχαν πολύ ξεκάθαρο περίγραμμα για την ώρα, αν και
με χρώματα μουντά. “Περίεργο”, σκέφτηκα, “πώς είναι δυνατόν να φαίνονται όλα έτσι με τόση
λεπτομέρεια τόσο προχωρημένη ώρα και με τόση υγρασία και σκοτεινιά”... Την πλησίασα. Η
μυρωδιά του δωματίου, μυρωδιά αποστείρωσης, μετριαζόταν απ' τη ζέστη που ανάδινε το
ηλεκτρικό καλοριφέρ. Καθαριότητα, ζεστασιά, αρρώστια, πόνος κι ένας άνθρωπος που ετοιμάζεται
να φύγει, όλα μαζί αναδίνουν τη μυρωδιά της μελαγχολίας. Σαν μοναχικό πορτραίτο του Duhrer,
σαν ιστορία που εκτυλίσσεται σε μια διάσταση του χρόνου τελείως έξω από τα καθιερωμένα της
εμπειρίας μας, σαν απουσία που αναβρύζει από παντού, σαν άδειες αψίδες του de Chirico, κάποιο
εκκωφαντικής σιωπής μεσημέρι. Οι τοίχοι, ξανάγιναν γκρι, το χρώμα ξανάγινε μουντό, η
πραγματικότητα δεν άλλαξε με το πέταγμα της σκέψης για λίγα δευτερόλεπτα. Πήγα ακόμα πιό
κοντά. Γύρισε και με είδε. Περίμενα ότι θα χαιρόταν περισσότερο. Τώρα ξέρω ότι χάρηκε όσο της
επέτρεπαν οι δυνάμεις της και το παράπονο για τη ζωή που τελείωνε, για τη ζωή της που δε γινόταν
ευκολότερη ούτε τώρα στο τέλος της. Κάθησα στο κρεβάτι. Νομίζω αισθανόταν εγκαταλειμένη από
όλους, και από εμένα επίσης. Της είπα την ιδέα μου. Της είπα “Belle Helene, άσε με να σε
φωτογραφήσω.” Νόμιζα πως θα της άρεσε, αλλά εκείνη θύμωσε. “Έτσι; σ’ αυτή την κατάσταση; σ’
αυτά τα χάλια θα με πάρεις φωτογραφία;” Της λέω “είσαι μια χαρά, αυτά θα περάσουν, είναι για να
γελάμε.” Με κοίταξε με τρόπο που έλεγε τα πάντα: ότι δεν θα περάσει τίποτα, ότι θα ήθελε να
περάσει, αλλά πώς είναι δυνατόν να της ζητάω κάτι τέτοιο, ότι αγανακτεί που πεθαίνει, ότι είναι
θυμωμένη με όλους και πάνω απ’ όλα μ' εμάς και με τη ζωή της, και ότι δεν καταλαβαίναμε την
αγωνία και το φόβο της. Η Belle Helene φοβόταν, αλλά δεν το χωρούσε το μυαλό μου γιατί δεν
15