Page 24 - Index_Neat
P. 24

ΦΟΒΟΥ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ



            Αισθάνθηκε τους σφυγμούς του να επιβραδύνουν. Ξαπλωμένος όπως ήταν, θέλοντας να κινηθεί,
            αλλά του φάνηκε αδύνατον.   Μέσα στις χίλιες σκέψεις που άρχισαν να τον κατακλύζουν σαν

            σκνίπες στον καλοκαιρινό ορίζοντα, του ήρθε ξεκάθαρα ότι ίσως θα ‘πρεπε να ανησυχεί, αλλά
            εκείνος   δεν   ανησυχούσε,   αντίθετα,   εστίαζε   κατά   περίεργο   τρόπο   στην   ανησυχία   την   ίδια,

            αφήνοντας το περιθώριο σε δεκάδες συνειρμούς ν’ αναδυθούν και να σιγοπετούν στο κεφάλι του
            μαζί με όλα τα άλλα. Ένιωθε πια βαρύς και κρύος σαν να ‘τανε φτιαγμένος από μάρμαρο.

            Θυμήθηκε τον Πρίγκιπα των Μαύρων Νησιών, την ιστορία της Σεχεραζάντ, και σκέφτηκε ότι ίσως

            να γιατρευόταν κι αυτός όπως ο καταραμένος πρίγκιπας. Σκέφτηκε ότι ήταν άδικο να έχει τέτοια
            διαύγεια κάποιος τη στιγμή του θανάτου του, τη στιγμή που δεν τη χρειαζόταν. Ήταν ήρεμος και

            λυπόταν που δεν μπορούσε να πει και να εξηγήσει όσα ένιωθε. Ακόμα και στον μεγαλύτερο πόνο
            δηλαδή, επειδή το μυαλό δουλεύει με τέτοια καθαρότητα στο τέλος μπορεί και να νικιέται η οδύνη

            αφού οι σκέψεις είναι τόσες πολλές που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο...Αρκεί μόνο να αρχίσει η
            αντίστροφη διαδικασία του τέλους, σκέφτηκε.

            Ο νεκροθάφτης έριχνε το μουσκεμένο χώμα πάνω απ’ το νεκρό. Έμπαζε το φτυάρι στη γη, το

            πάταγε με τη γαλότσα να χωθεί καλά μέσα στο χώμα, και μετά το έβγαζε έξω γεμάτο, και το ‘ριχνε
            πάνω  στο  παγωμένο  σώμα.  Το  επάγγελμά   του  δεν  ήταν   σπουδαίο  και  τα  μικρά  παιδιά   τον

            φοβόντουσαν επειδή μπαινόβγαινε στο νεκροταφείο. Εκείνος δε φοβόταν τους νεκρούς. Ήταν

            ζωντανοί παλιά όλοι ετούτοι, σκεφτόταν. Ό,τι ήταν στη ζωή τους, ήταν και τελείωσε. Ούτε
            φαντάσματα   ούτε   ζόμπια   υπήρχανε.   Και   θυμότανε   πώς   πιάνανε   τ’  αχαμνά   τους   ή   φτύνανε

            κοιτώντας πίσω τα πιτσιρίκια άμα τύχαινε να περνάει καμιά πομπή μπροστά τους. Δεν υπάρχουνε
            απέθαντοι. Χα! Εικοσι-πέντε χρόνια απέθαντο δεν είδε να του φέρνουνε για πελάτη, ούτε και

            κανένας το ‘σκασε για να ξεμυτίσει το βράδυ και να τον κυνηγάει. Όποιος μπήκε δω μέσα, μπήκε
            και τελείωσε. Θα ξαναβγούνε, ναι. Σε τρία, σε πέντε χρόνια, κι αν είναι τυχεροί δε θα ‘χουνε

            λιωμένες σάρκες ακόμα απάνω στις κοκάλες τους. Κι οι συγγενείς να κλαίνε...Μόνο κάτι παιδάκια

            που βλέπανε τη μάνα τους σωρό από κόκκαλα βαλαντώνανε στο κλάμα ή κρυβόντουσαν στα
            φουστάνια καμιάς θείας ή γιαγιάς...Οι περισσότεροι ήταν εκεί από ανάγκη, από υποχρέωση. Και

            πολλοί δεν ερχόντουσαν καθόλου. Κάψ’ τα στον ασβέστη, σου λέει. Ούστ να χαθεί, ευτυχώς που
            πέθανε ο βρωμιάρης. Φευγάτοι, άλλες φορές, ξαναπαντρεμένοι, άρρωστοι ή πεθαμένοι οι ίδιοι, να

            περιμένουνε τη δική τους τη σειρά για να ξεκοκαλιστούνε απ’ τα σκουλήκια, το χώμα και το νερό.
            Δεν είναι από χώμα ο άνθρωπος, σκεφτότανε ο νεκροθάφτης. Το χώμα τους κρύβει, τους βοηθάει

            να λιώσουνε, αλλά το πετσί του ανθρώπου δεν είναι χώμα. Μοιάζει, αλλά δεν είναι. Τι είναι...;

            Τόσες   φορές   είχε   ακούσει   τη   λειτουργία,   και   ο   παπάς   τον   είχε   συμβουλέψει   να   μην   κάνει


            23
   19   20   21   22   23   24   25   26   27   28   29