Page 27 - Index_Neat
P. 27

Κι οι άθλιες οι σφήκες βρήκαν πέρασμα κι έχτισαν εκεί μέσα φωλιές. Τις είχε καθαρίσει για να μην

            κινδυνεύει ο κόσμος, οι επισκέπτες των παραδιπλανές τάφων, αλλά αυτές δυνάμωσαν κι έχτισαν κι
            αλλού φωλιές, και φοβόταν ότι το καλοκαίρι θα έπρεπε να δώσει σοβαρές μάχες, και τι θα ‘λεγε ο

            παπάς; Τις   ψέκαζε  διαρκώς,  αλλά   αυτές  είχαν   πάει   παντού,  και   απειλούσαν  τη  γαλήνη   του

            βασιλείου του, όπου κάθε τι ζωντανό δημιουργούσε ένα γαλήνιο βόμβο, ή κινούνταν υπόγεια, χωρίς
            να φαίνεται, κάνοντας τη δουλειά που όλοι προτιμούσανε να μη γνωρίζουν, να μη σκέφτονται και

            να μη θυμούνται. «Θα τις ψεκάσω από την άνοιξη, να μην πολλαπλασιαστούν, γιατί αλλιώς
            χαθήκαμε,»   σκέφτηκε.   Ψύχραιμα,   χωρίς   την   παραμικρή   αίσθηση   μιζέριας   για   το   χώρο   που

            διαφέντευε, κι ήταν χωρίς ελπίδα και χωρίς επιστροφή.
            «Από τι πέθαν’ καλέ;» ρώτησε μια μαντηλοφορεμένη γυναικούλα. Κοντή, ξερακιανή, σκυφτή,

            γρήγορη,   πετάχτηκε   ως   το   φρεσκοσκαμένο   μνήμα   κρατώντας   το   λάστιχο   στα   χέρια,   για   να

            καθαρίσει   το   χώρο   του   άντρα   της.   Ερχόταν   πάντα   μόνη   της,   και   όλο   μουρμούριζε.   Τον
            σκατοψυχούσε που την άφησε με μια σχεδόν ανύπαρκτη σύνταξη και μια κόρη της παντρειάς.

            «Δε ξέρω...δεν είπανε...»
            «Είχε κόσμο;»

            «Είχε.»
            «Τώρα, το μεσημέρ’ τον θάψατ’;»

            Ο νεκροθάφτης έγνεψε καταφατικά.

            Η γυναίκα κοίταξε εξεταστικά το νωπό χώμα. «Άκουσα ότι δε λιώνε τώρα τελευταία, από δω είναι
            σκληρό το χώμα...»

            «Θα λιώσει...» είπε με ήρεμη βεβαιότητα ο νεκροθάφτης.

            «Α, θα λιώσ’...μμμμ...»
            «Θα τον ξεθάψ’νε; Δε σου ‘παν...»

            «Ακόμα δεν τον παραχώσαμε...»
            «Τον ανοίξαν’ στην εκκλησία για τον πήγαν’ έτσ’;»

            «Δε ξέρω...»
            «Σ’ δώσαν’ τίποτα για έτσ’ σ’ αφήσαν;»

            Ο νεκροθάφτης ενοχλήθηκε απ’ την ξαφνική αδιακρισία. Θυμήθηκε ότι δεν του είχανε δώσει

            τίποτα, μια υπόσχεση μόνο ότι θα του δώσουνε κάτι όταν ξανάρθουνε σε λίγες μέρες. Δεν ήταν
            όμως λίγοι οι συγγενείς που ξέχναγαν να επιστρέψουν, που ξέγραφαν τον πεθαμένο οριστικά, που

            ξανασκεφτόντουσαν μετά την πρώτη λύπη τα έξοδα, ή κάτι τους τύχαινε, και δεν είχανε καμιά
            διάθεση να δώσουν το παραμικρό: ούτε μαρμάρινη πλάκα, ούτε λουλούδια, ούτε χαρτζιλίκι στον

            νεκροθάφτη για ν’ ανάβει το καντήλι και να καθαρίζει. Η γυναικούλα κούνησε το κεφάλι της σαν
            να ‘λεγε «άσε μη τα ψάχνεις...» κι έφυγε σκυφτή για να συνεχίσει τη δουλειά της στον τάφο του


            26
   22   23   24   25   26   27   28   29   30   31   32