Page 30 - Index_Neat
P. 30

ΜΙΑ ΔΥΣΚΟΛΗ ΜΕΡΑ


            Η Σάντυ κοιτάχτηκε βιαστικά στον καθρέφτη της εισόδου. Αυτόν με το πλαίσιο με τα ένθετα
            κομματάκια σμάλτο, ακριβώς δίπλα στην πόρτα. Μια γρήγορη ματιά. Αυτό ήταν όλο. Σκέφτηκε ότι

            φαινόταν κουρασμένη και αδυνατισμένη. Πολύ αδυνατισμένη. Και οι πρώτες ρυτίδες γύρω από τα
            καλοσχηματισμένα χείλη της όπου να 'ναι θα έπρεπε να την ανησυχήσουν. Δεν ήταν βέβαια αυτή η

            κατάλληλη στιγμή για τέτοιες ανησυχίες, αλλά δεν μπόρεσε παρά να προσέξει ότι ο χρόνος

            περνούσε και ήταν ανηλεής. Πράγμα...που έκανε την απόφασή της λιγάκι δυσκολότερη καθώς
            αναλογιζόταν το φθαρτόν της ανθρώπινης ύπαρξης και την ανάγκη λήψης γρήγορων αποφάσεων.

            Ήθελε όμως να το κάνει και θα το έκανε, δεν θα άλλαζε απόφαση, δεν υπήρχε επιστροφή.
            Χαμογέλασε... “Δεν υπάρχει επιστροφή”...Τι άσχημα που ακούγεται! Η τωρινή της κατάσταση

            είναι λες και εύρισκε τη σωστή περιγραφή μέσα από κλισέ. “Εντυπωσιακό...πού κατάντησα”,
            σκέφτηκε.   Είχε   προγραμματίσει   μια   οικογενειακή   συγκέντρωση   και   ήδη   ο   πατέρας   της   θα

            κατέφθανε όπου να 'ναι. Ένιωθε άβολα αν και προετοιμασμένη γι' αυτή τη συνάντηση.

            Ήξερε ότι ο γέρος δεν θα τη διευκόλυνε, δεν θα κατάπινε έτσι εύκολα τα όσα είχε να του πει. Όχι.
            Δεν υπήρχε καμμιά γαμημένη διέξοδος απ' αυτή την κατάσταση. “Μακάρι να 'ταν λίγο πιό άνετα τα

            πράγματα για μένα...για μια φορά έστω...” μονολόγησε. “Τι διάολο! Είναι η δική μου ζωή διάολε!”
            σκέφτηκε   κοιτώντας   αγριεμένα   τις   άκρες   των   παπουτσιών   της.   Γιατί   τα   παπούτσια   της...Το

            κουδούνι της εξώπορτας χτύπησε διακόπτοντας τους συνειρμούς της. “Ωπ! Νάτος! Για να δούμε.”

            Άνοιξε την πόρτα και φίλησε τον πατέρα της.
            “-Γεια σου, πέρασε,” είπε ήρεμα, αν και ήταν ένα βήμα πριν πάθει καρδιακή προσβολή έτσι

            γρήγορα   που   χτύπαγε   η   καρδιά   της   στο   στήθος   της.   “Πώς   είσαι   μπαμπά;   Θα   ήθελες   ένα
            αναψυκτικό; Καφέ; Θες κάτι; Ετοιμάζω φαγητ...”

            “-Δε θέλω τίποτα, πάμε κατευθείαν στο θέμα...τι συμβαίνει;”  διέκοψε ο πατέρας της την ψεύτικη

            ηρεμία της. “Τι είναι όλα αυτά τα καμώματα; Είσαι με τα καλά σου; Σου συμβαίνει κάτι; Πίστευα
            ότι θα ωρίμαζες και θα γινόσουν σώφρων με τα χρόνια,” την πήρε απ' τα μούτρα, ρίχνοντας

            ταυτόχρον ακια μια εξεταστική ματια γύρω. Διακριτικά και γρήγορα στην αρχή, πιό εξεταστικά στη
            συνέχεια. Σαν να έψαχνε να βρει κάποιον που δε φαινόταν πουθενά, κι αυτό να του γεννούσε

            απορίες. Σταμάτησε για λίγο, το βλέμμα του περιπλανήθηκε ξανά και μετά την κοίταξε κατάματα:
            “Είχα μεγάλες ελπίδες για σένα. Θυμάσαι τι έλεγα πάντοτε για σένα. Σε θεωρούσα το εξυπνότερο

            παιδί μου. Λίγο δύσκολο άνθρωπο, αλλά έξυπνη. Κι όμως, δεν κατάλαβα ποτέ...πώς έγινες τόσο

            προβληματική,   δεν   το   καταλαβαίνω   αυτό.   Πώς   εγινε...Πώς   έγινες   σαν   πολυτεχνίτης   κι
            ερημοσπίτης...και ίσως....ίσως, δεν ξέρω...ίσως να 'ναι η μοίρα των έξυπνων ανθρώπων, χρειάζεται

            να τους κρατάει κανείς στο σωστό μονοπάτι για να μη χαθούν...”, είπε σαν να εξομολογιόταν τις



            29
   25   26   27   28   29   30   31   32   33   34   35