Page 25 - Index_Neat
P. 25

βλάσφημες σκέψεις, αλλά αυτός μετά από τόσα χρόνια που ήξερε πια τα λόγια, την ώρα της

            ψαλμωδίας κοίταζε τον νεκρό και σκεφτότανε ξανά το ερώτημα που τον βασάνιζε. Πήγαινε και τη
            Μεγάλη εβδομάδα στην εκκλησία  ν’ ακούσει μήπως  και καταλάβει, μήπως και πάρει απάντηση.

            Χώμα ήτανε και στο χώμα θα ξαναγυρίσει, μμμμμ..., χώμα, μουρμούρισε λιγάκι μηχανικά, καθώς

            συνέχιζε να ρίχνει χώμα. Σταμάτησε και κοίταξε: Κυρία, μην αφήσετε το κεράκι εκεί, θα σας το
            σβήσει ο αέρας...Και προσέχετε, έχουμε σφήκες φέτος, γέμισε ο τόπος. Βγαίνουν κι απ’ τους

            τάφους, κάνουν φωλιές παντού. Μη σε τσιμπήσει καμιά, θέλω να πω...Περίμενε. Η γυναίκα έφυγε
            μετά από λίγο, χωρίς αν τον κοιτάξει, χωρίς να του απαντήσει.

            Από τι είσαι φτιαγμένος; Ρώτησε το ξυλιασμένο πτώμα.
            Ο ίδιος δε φοβόταν και είχε εξοικειωθεί με τις χειρότερες πλευρές του θανάτου, και ήξερε τι τον

            περίμενε. Από μικρός έβλεπε πεθαμένες και ξεκοιλιασμένες γάτες ή σκυλιά, με ένα κομμάτι

            κόκκινο στο κεφάλι ή στο μέρος της κοιλιάς, σαν να ‘χε γυρίσει το μέσα έξω ενός πετσιού. Πολλές
            φορές οι μύγες είχαν ήδη εγκατασταθεί και απομυζούσαν τα αιμάτινα και πιο υγρά κομμάτια και τα

            γκριζωπά έντερα. Τα μάτια ήταν σβησμένα, μισόκλειστα, σαν παραθυρόφυλλα που ‘μειναν έτσι
            μετά από μια βιαστική αναχώρηση. Η γλώσσα του ζώου φαινόταν μέσα απ’ το μισάνοιχτο στόμα

            που αποκάλυπτε τα δόντια του σε μια τελευταία επίδειξη αγριότητας που δε φόβισε, ούτε απότρεψε
            το θάνατο. Τις έπιανε και τις παράχωνε για τη βρώμα, αλλά όχι τελείως, για να βλέπει πώς γινότανε

            σιγά-σιγά το ζωντανό. Τουμπανιασμένο, τον αηδίαζε αλλά δε στενοχωριόταν. Το κατακαλόκαιρο το

            βουητό απ’ τα τζιτζίκια, το ξεραμένο χόρτο που πέταγε σαν μαλλί κοντοκουρεμένο και κιτρίνιζε τα
            χωράφια, το  χρώμα  της  θάλασσας,  του  φαινόταν  ότι  έπνιγε  την  ασχήμια.  Στην  αλλαγή  του

            φθινοπώρου γινόταν αβάσταχτο το θέαμα. Και οι σκέψεις. Ήταν η βροχή, σιγανή και ειρωνική. Τι

            έφυγε μέσα απ’ το γάτο; Αναρωτιόταν. Τον πάτησε το κάρο και τέλειωσε έτσι δα, σαν να μην
            υπήρξε ποτέ. Είχε αναπτύξει και μια ιδιαίτερη φιλοσοφία μετά από χρόνια παρατήρησης των

            πεθαμένων και των συγγενών τους: ότι άμα δεν υπήρχε ο θάνατος κανένας δε θ’ αγάπαγε κανέναν.
            Η συγχώρεση είναι επειδή περιμένει ο θάνατος.

            -Τέλειωσες; Άκουσε τον παπά που ‘χε γυρίσει να πάρει τα σέα του και να του δώσει τα κλειδιά του
            παρεκκλησιού. Τέλειωσα πάτερ, μουρμούρισε. Να ρίξω τα λουλούδια από πάνω;

            -Κάνε ό,τι θες, ανασήκωσε τους ώμους ο παπάς. Κλείδωσε πριν φύγεις.

            Το ‘λεγε πάντοτε ετούτος ο παπάς παρ’ όλο που ο νεκροθάφτης ήτανε τύπος και υπογραμμός στις
            υποχρεώσεις του. Πάτησε με την ανάποδη του φτυαριού το χώμα να κάτσει, έριξε και τα λουλούδια

            από πάνω. Δεν υπήρχε βάζο να τα βάλει, και με το κρύο δε θα κρατούσανε και πολύ. «Πεταμένα
            λεφτά άμα σκεφτείς ότι πάνε για να στολιστεί ένα κουφάρι........Πάει κι αυτός...πήγε ολομόναχος...»

            «Έλα τελείωνε! Έχουμε να βάλουμε καινούργια μάρμαρα εδώ παρακάτω στο διάδρομο, και πρέπει
            να με βοηθήσεις!» Ο μαρμαράς της περιοχής είχε πολλή δουλειά τελευταία. Είχαν γίνει μόδα οι


            24
   20   21   22   23   24   25   26   27   28   29   30