Page 26 - Index_Neat
P. 26

καλοπεριποιημένοι τάφοι. Έβγαζε κι απ’ τη μύγα ξύγκι ο τσιφούταρος, και στο νεκροθάφτη, που

            καθότανε εκεί μέχρι αν τελειώσει η δουλειά, δεν έδινε πεντάρα. Όλο όμως και προσφερότανε ο
            τελευταίος να φέρει νερό τραβώντας το βαρύ και μακρύ λάστιχο απ’ τη βρύση στην άλλη άκρη του

            νεκροταφείου, ή να γυαλίσει το τελειωμένο μνημείο, μίλαγε ευγενικά, έλεγε και με τρόπο στους

            συγγενείς ότι έπρεπε να περιποιηθούν τον «άνθρωπό τους», και αυτό ο μαρμαράς το εξέλαβε
            κάποια στιγμή σαν ενισχυτικό της πελατείας του, οπότε όλο και κάποιο χαρτζιλίκι του έδινε, χωρίς

            να   μιλήσουν   ξεκάθαρα   για   τους   λόγους   της   ξαφνικής   ανοιχτοχεροσύνης   του   τεχνίτη.   Ο
            νεκροθάφτης στην αρχή το ‘λεγε για να βγάλει καμιά πεντάρα από το ενδιαφέρον που θα έδειχνε

            για   τον   αποθανόντα   και   θα   συγκινούσε   τους   συγγενείς,   ιδίως   γυναίκες   που   τα   λογαριάζουν
            περισσότερο αυτά: να είναι οι νεκροί καθαροί, περιποιημένοι, έστω και για τα μάτια του κόσμου.

            Έπειτα ήταν κι άλλοι που πραγματικά είχαν στενοχωρηθεί για τους ανθρώπους τους, αλλά τους

            έλειπαν τα μέσα και χρειαζόντουσαν μια μικρή ενθάρρυνση για να κάνουν το έξοδο. Υπήρχαν
            φυσικά κι αυτοί που ενοχλούνταν από τις παραινέσεις, διακριτικές φυσικά, του νεκροθάφτη και

            όταν έβλεπε τέτοια περίπτωση, σταμάταγε την κουβέντα, ιδίως άμα βρισκόταν και κάποιος άλλος
            πιο ενδοτικός εκεί κοντά, για να μη χαλάσει τη διάθεση και του άλλου.

            Υπήρχε ένας τάφος που τον ενοχλούσε ιδιαίτερα: μια νέα γυναίκα, που ο σύζυγος της είχε φτιάξει
            ένα αλλόκοτο μνημείο. Ήταν σα σκηνή στρατιωτική, αλλά σε χρώμα πορτοκαλί, κι όπως ο τεχνίτης

            δεν είχε πετύχει επακριβώς την αρχική ιδέα, χώρια που είχε νευριάσει από την τσιγκουνιά του

            συζύγου, στο τέλος έμοιαζε το μνημείο σχεδόν κωμικό, σαν καλοκαιρινή διαμονή σε κάποια
            παραλία κοντά. Είχε δει στη δημοτική πινακοθήκη μια φορά, σε μια έκθεση, έναν πίνακα τοπικού

            ζωγράφου,   που   είχε   κάτι   γυναίκες   φτιάξει,   που   φαινότανε   η   πλάτη   τους,   κάπως   θαμπά

            ζωγραφισμένες ήτανε, καταμεσήμερο δίπλα στην ακροθαλασσιά, με ολόσωμα μαγιώ και καπέλα,
            και καραβάκια στο βάθος της θάλασσας. Μια βάρκα ήταν στ’ αριστερά της μιας, βγαλμένη έξω, και

            ένα απαλό κυματάκι είχε μόλις σηκωθεί αν κι ο ήλιος ήταν εκτυφλωτικός –είχε πει ο δάσκαλος.
            Είχε ζήσει τέτοια μεσημέρια, αλλά δε φανταζόταν ότι μια εικόνα που είχε στο μυαλό του ένας τόσο

            ασήμαντος όσο αυτός, θα έμοιαζε με κάτι που ζωγράφισε ένας καλλιτέχνης. Δεν μπορούσε να
            ξεχωρίσει τα πρόσωπά τους, αλλά φαινόντουσαν γελαστές και χαρούμενες, τόσο που θα ‘θελε να

            ‘ταν αληθινές και να μπορούσε να καθίσει κάπου δίπλα τους να τις ακούει και να τον νανουρίζουν

            τα γέλια και τα κύματα. «Μπορεί τελικά να ήταν καλύτερα που απότυχε εκείνη η στρατιωτική
            σκηνή, γιατί θα φαινόταν ότι ο σύζυγος κάποιο μπέρδεμα είχε στο μυαλό.» Τον είχε ακούσει που

            έλεγε ότι έκανε πάντα το καθήκον της σαν στρατιώτης κι ότι έτσι του είχε έρθει η ιδέα. Ήταν και
            πιο φτηνό, δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί ο νεκροθάφτης.

            Τώρα που τα χρόνια είχαν περάσει, η καλή γυναίκα είχε βγει και βρισκόταν στο οστεοφυλάκιο, κι ο
            τάφος είχε ένα μάρμαρο τεράστιο, μονοκόμματο, αστόλιστο από πάνω, που μπήκε πριν ένα μήνα.


            25
   21   22   23   24   25   26   27   28   29   30   31