Page 28 - Index_Neat
P. 28
συγγενούς της. Είχε νυχτώσει πια όταν μάζεψε τα εργαλεία του, κλείδωσε το παρεκκλήσι, έλεγξε
όλους τους διαδρόμους να δει αν είχε μείνει κανένας αφηρημένος ή πονεμένος μέσα, ή αν κάποιος
αλιτήριος είχε έρθει δήθεν να κάνει τον τεθλιμμένο συγγενή, αλλά στην πραγματικότητα να κόψει
κίνηση αν θα μπορούσε να στήσει κανένα τελετουργικό, να φέρει καμιά γκόμενα που γούσταρε
τέτοιες ανοησίες, ή να έρθει με παρέα να κάνουνε χρήση, ή ακόμα και κάποιος ακόμα πιο ηλίθιος
που θεωρούσε εξυπνάδα να πάει δώρο τα λουλούδια από κάποιον τάφο. Κάτι τέτοιοι θέλανε ειδική
αντιμετώπιση, και δεν ήτανε εύκολη υπόθεση. Αν έπεφτε πάνω στην «εμπροσθοφυλακή» και οι
υπόλοιποι ήταν κρυμένοι απ’ έξω περιμένοντας να φύγει ο φύλακας για να πηδήξουν μέσα στον
περίβολο, το πράγμα γινόταν δυσκολότερο. Θυμόταν πριν καιρό είχε τσακωθεί με μια μεγάλη
παρέα που δεν έφυγε και τόσο πρόθυμα.
Έκανε το γύρο του, δεν είδε κανέναν. Οι φιλοξενούμενοί του ήταν εντάξει, άλλοι πιο
περιποιημένοι, άλλοι όχι και τόσο, με τα χρυσά γράμματα χαμένα, έτσι που το όνομά τους να μη
φαίνεται καθαρά πια, και χορτάρια ένα γύρο. Χαλίκι απάνω τους και μισοραγισμένο το τζάμι εκεί
που κάποτε έμπαινε το λάδι και το λιβανιστήρι. «Όλα εντάξει,» μονολόγησε. «Ας πηγαίνω κι εγώ, ο
μικρός θα περιμένει.» Ξεκίνησε αναστενάζοντας. Η ησυχία τον χαλάρωνε, και τη θλίψη την είχε
ξεπεράσει χρόνια τώρα. Η μυρωδιά που ερχόταν από τις εξοχές με το αεράκι τον τρέλαινε. Μέσα σ’
αυτό το χώρο του θανάτου, τον έκανε να νιώθει ότι η ζωή είναι ωραία, ότι η ασχήμια που γνώριζε
και είχε αποδεχτεί ήταν μακριά. Πέρασε απ’ το διάδρομο που τελείως τυχαία, ήταν γεμάτος από
νέους ανθρώπους, («θλίψη σκέτη ρε παιδί μου»), ανέβηκε την ανηφόρα και κοίταξε μακριά. Το
αεράκι εκεί ήταν κρύο, αλλά η φρεσκάδα μετά από τόση δουλειά και τόσες σκέψεις ήταν
καλοδεχούμενη. Κούνησε το κεφάλι του, κι έφυγε. Κατηφορίζοντας, το μυαλό του πήγαινε σε
διάφορα που είχε να κάνει, κι ότι ο φωτισμός δεν ήταν αρκετός. Θα πρέπει να είχε σπάσει πάλι το
φαναράκι που είχαν βάλει τελευταία, αν και ο παπάς το έβρισκε περιττό, ή να είχε τελειώσει το
λάδι. Τελοσπάντων, θα το έφτιαχνε αύριο. Τώρα κρύωνε. Σκέφτηκε να πάρει τον έκτο διάδρομο, κι
άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα. Σίγουρος πώς ήξερε τα κατατόπια, άνοιξε ακόμα περισσότερο το
βήμα του, κι εκεί γλίστρησε. Έπεσε μέσα σε ένα νεοσκαμμένο τάφο, χτυπώντας άσχημα το κεφάλι
και την πλάτη του σε κάτι πολύ σκληρό. Δε θυμόταν να είχε γίνει κάτι τελευταία εκεί. Τουλάχιστον
σήμερα που γύρισε μετά από δυό βδομάδες απουσίας, δεν είδε το παραμικρό. Μάλλον θα έγινε τις
μέρες που έλειπε, και ο αντικαταστάτης του θα ξέχασε να του το πει. Κι αυτός, με τόσα που είχε να
φροντίσει και τις δύο κηδείες της ημέρας και τα μνημόσυνα, δεν κοίταξε.
Ο πόνος ήταν μεγάλος, και δεν μπορούσε ούτε να κουνηθεί, ούτε να μιλήσει.
Αισθάνθηκε τους σφυγμούς του να επιβραδύνουν. Ξαπλωμένος όπως ήταν, θέλοντας να κινηθεί,
αλλά του φάνηκε αδύνατον. Μέσα στις χίλιες σκέψεις που άρχισαν να τον κατακλύζουν σαν
σκνίπες στον καλοκαιρινό ορίζοντα, του ήρθε ξεκάθαρα ότι ίσως θα ‘πρεπε να ανησυχεί , αλλά
27