Page 34 - Index_Neat
P. 34
DANSE MACABRE
-Μάζεψε τα φύλλα. Έλα...!
-Όλα;
-Όλα.
-Και τα μεγάλα και τα μικρά;
-Ναι, και τα μεγάλα και τα μικρά.
Η Χριστίνα έπιασε ένα-ένα τρία μεγάλα φύλλα που είδε γύρω της, και τα πήγε αργά και προσεκτικά
στον σιδερένιο κάδο με τα φύλλα που μόλις άρχιζε να γεμίζει, ο παππούς άναβε φωτιά και τα
έκαιγε, και πάλι τον γέμιζαν απ' την αρχή.
Το κοριτσάκι κοίταξε γύρω του.
-Εντάξει παππού; Θα πάω στα γατάκια.
-Τι εντάξει; Κοίτα 'κεί, ξέχασες τόσα φύλλα. Τα βλέπεις; Φέρτα εδώ να τα κάψω αργότερα μαζί μ'
όσα μαζέψω κάτω απ' τις λεμονιές.
Το κοριτσάκι διστακτικά κινήθηκε προς το σωρό με τα φύλλα. Ένιωσε απελπισία, τόσα πολλά
φύλλα πότε θα τα μάζευε; Και η γάτα εντωμεταξύ, μέχρι να τελειώσει, θα είχε πάρει τα δύο γκρι-
καφέ γατάκια της και θα τα είχε πάει σε άλλο μέρος, ασφαλές, στη φωλιά τους, που ούτε η
Χριστίνα, ούτε ο παππούς ήξεραν πού βρίσκεται. Τα είχε βγάλει να λιαστούν ή τους άλλαζε φωλιά;
Γιατί η αυλή είχε και ξένους γάτους που ερχόντουσαν για ένα πιάτο φαί και γουργούριζαν και
κοίταζαν διστακτικά μέχρι να καταλάβουν ότι δεν κινδύνευαν, οπότε προχωρούσαν προς τα
πιατάκια που η γιαγιά έβαζε σε μια άκρη, με ξηρά τροφή, μακριά απ' το σκύλο του σπιτιού. Όχι ότι
η Γούρη θα σκεφτόταν να επιτεθεί στις γάτες, αλλά καλύτερα να παίρνει κανείς τα μέτρα του πριν
συμβεί κανένα κακό, έλεγε η γιαγιά. Τα αρσενικά από άλλες γειτονιές, μπορεί να έκαναν κακό στα
γατάκια, έτσι είχε ακούσει η Χριστίνα, να λέει ο Μανώλης, ο γιος του χασάπη, που έψηνε και τα
αρνιά όσων δε θέλανε να αναλάβουν τέτοιες σκληρές δουλειές, το Πάσχα. Ο Μανώλης όμως δεν
έλεγε και πάντα την αλήθεια, όπως είχε διαπιστώσει η Χριστίνα, του άρεσε να παραφουσκώνει τα
πράγματα,όπως ο πατέρας του τα λουκάνικα. Και μια φορά, ένα τέτοιο ψέμμα, του είχε στοιχίσει
μια σφαλιάρα ξεγυρισμένη απ' τον πατέρα του που η χερούκλα του ανεβοκατέβαζε το μπαλτά με
δύναμη κόβοντας τις μπριζόλες. Τόση, που η Χριστίνα έβαζε στοίχημα με τον εαυτό της ότι θα
προσπαθούσε να κρατήσει επιτέλους μια φορά τα μάτια της ανοιχτά και να μη φοβηθεί όταν ο
μπαλτάς θα προσγειωνόταν στο κόκκαλο αποχωρίζοντάς το απ' το υπόλοιπο κομμάτι -πριν ο
χασάπης της ζυγίσει στο τέλος τις μπριζόλες χαμογελαστός. Η μαμά της δεν ήταν ποτέ
ευχαριστημένη, πάντα έλεγε με τη γιαγιά ότι μάλλον “ο Παναγής ζύγισε κόκκαλα, λίπη, χαρτί και
μετά τα πρόσθετε στο βάρος της μπριζόλας.” Η Χριστίνα όμως, δεν είχε το κουράγιο να του πει
33