Page 36 - Index_Neat
P. 36
όλο έβγαινε και έλεγε με σιγανή φωνή, ότι ο Μανώλης αργεί επειδή ετοιμάζεται για να το κάνει
τέλειο! Κι όταν βγήκε ο Μανώλης, και πήγε στη στέρνα λέγοντας στη μάνα του ότι σε λίγο θα
επέστρεφε να συνεχίσει τους πολλαπλασιασμούς και τη διαίρεση, εκείνη τον απείλησε με τιμωρία
αν αργούσε, αλλά ο Μανώλης κοίταξε με λατρεία την Ευανθία, και με υπερηφάνεια το ακροατήριο,
τη μαρίδα που είχε μαζευτεί να τον ακούσει και να δει την Κοκκινοσκουφίτσα του, αγνόησε
κινδύνους κι απειλές και πήγε στη στέρνα χειροκροτούμενος, και το έργο άρχισε επιτέλους πάνω
που όλοι θα κορόϊδευαν την Ευανθία τη στριμμένη ότι τους ξεγέλασε κι ότι ο μεγάλος αδερφός της
ήταν μια φούσκα και μισή, και όλοι γελάγαμε με τις κρυάδες που έβαζε μέσα στην ιστορία ο
Μανώλης, κι εκεί που η ατμόσφαιρα είχε ζεσταθεί, όρμησε ο πατέρας του και τον τράβηξε έξω απ'
τη στέρνα απ' το αυτί, τον είπε γάϊδαρο και αχαίρευτο και τον έστειλε τιμωρία για όλη την
εβδομάδα. Η Ευανθία ήταν να την κλαις, μας ζήτησε να κάνουμε ησυχία προς τιμήν του Μανώλη
που έκλαιγε ταπεινωμένος αλλά και για να μη θυμώσει και μαζί της ο πατέρας της, πράγμα
αδύνατον γιατί τη λάτρευε, το πάρτυ της ή μάλλον η ατραξιόν του πάρτυ ναυάγησε, και βρέθηκε η
ομήγυρη να καταριέται το χασάπη και να εύχεται να λύσει ο Μανώλης όλες τις διαιρέσεις γρήγορα
και σωστά και να συνεχιστεί η χαζοπαράστασή του. Αλλά πιο πιθανό ήταν να αρχίσει καταιγίδα
Ιούλιο μήνα παρά να κάνει σωστά και γρήγορα διαιρέσεις ο Μανώλης, κι η Ευανθία μάζεψε την
αξιοπρέπειά της και συνέχισε το πάρτυ μόνη της, και η Χριστίνα δεν την ξαναείπε στριμμένη.
H Χριστίνα ξανασκέφτηκε τις γάτες. Μάζεψε όμως μερικά φύλλα ακόμη και μετά ρώτησε: -Μπορώ
να φύγω τώρα παππού; Σου είπα θέλω να πάω να βρω τα γατάκια της Μελιάς.
-Άντε φύγε. Ευχαριστώ για τη βοήθεια, θα σε ξαναφωνάξω αν σε χρειαστώ, ε;
-Ναι παππού, είπε η Χριστίνα κι έφυγε τρέχοντας.
Στον κήπο του άλλου της παππού, ένα χρόνο πριν, είχε δει κάτι εντελώς αλλιώτικο, και τώρα καθώς
έτρεχε να βρει τη Μελιά και τα παιδιά της, η περσινή εικόνα της ήρθε στο νου και σταμάτησε
απότομα. Ο άλλος της παππούς ήταν ξαναπαντρεμένος κι έμενε σε ένα σπίτι με κήπο με πολλά
λουλούδια, κι όχι δέντρα που τα φύλλα τους έπεφταν συνέχεια όπως ετούτου του παππού.
Κάνοντας βόλτα ένα πρωί, το είδε. Πρώτα του έφαγαν τα μάτια. Μέρες οι μύγες και οι σφήκες
πετούσαν γύρω του, σίγουρες ότι το πτώμα δεν θα πήγαινε πουθενά. Τα πλάσματα που τρώνε απ' τα
πτώματα έχουν μια ιδιαίτερη συμπεριφορά, ακόμα κι αν πρόκειται για απλούς οργανισμούς όπως οι
σφήκες ή οι μύγες. Σχεδόν σαν να έχουν συναισθήματα. Το βλέπει κανείς στο πέταγμα: διστακτικό,
χαρούμενο, λαίμαργο. Δεν υπάρχει λύπη, αλλά χαρά για την εξασφαλισμένη τροφή. Το ποντικάκι,
σταχτο-κιτρινόγκριζο, κειτόταν στη ρίζα της αχλαδιάς, μικροσκοπικό. Σαν να κοιμάται, αν δεν ήταν
τόσο γυρισμένο στο πλάι. Αδιάφορο. Κι αν οι μύγες δεν πήγαιναν στα μάτια του χωρίς αυτό να
αντιδρά ή να κινείται.
Το συναντούσαν καθημερινά στο σύντομο περίπατο στον κήπο, όταν έβγαιναν για το πότισμα των
35