Page 39 - Index_Neat
P. 39
σακούλες που είχαν μείνει για καιρό χωρίς να τσεκάρει το περιεχόμενό τους. Δε θυμόταν κάν γιατί
τα κράταγε όλα αυτά. Είχε απορία αν θα έπρεπε να ξεφορτωθεί ή όχι τον μεγάλο ζωγραφισμένο
καμβά που έκρυβε στο πίσω μέρος της ντουλάπας της. Το θέμα του ήταν πληκτικό, αλλά ήταν
ωραία δουλειά. Ένας παλιός γκόμενος, με την πλάτη γυρισμένη, που κοιμόταν. Αυτόν όχι μόνο τον
είχε απατήσει, αλλά επέμενε να τον εκπαιδεύσει κιόλας για να το δέχεται αδιαμαρτύρητα.
“Έξυπνος άνθρωπος, αλλά κατέληξε να παντρευτεί μια γυναίκα χωρίς ίχνος χιούμορ”, σκέφτηκε.
Μπορεί βέβαια να έφταιγε που ήξερε για τη σχέση τους και ήταν τόσο “τσιτωμένη” τότε που
βρέθηκαν όλοι μαζί και εντελώς τυχαία στο γάμο ενός κοινού, παλιού φίλου. “Χμ, δε μου γαμιέται
ν' ασπρίσει”, είπε δυνατά όπως κάθε φορά που ήθελε να βγει απ' τη δύσκολη θέση. Στο επάνω ράφι,
πίσω από σκουφιά και κασκόλ, ένα κουτί από πολυτελή παπούτσια είχε μέσα παλιά φω-μπιζού.
Αποκλειστικά όσα ήταν συνδεδεμένα με σημαντικές στιγμές: έναν παράνομο έρωτα κι ένα ταξίδι
στο Παρίσι, κάμποσα τρελά πάρτυ, ξενύχτια καλοκαιρινά, μικροσκοπικά μίνι-σηθρού-
φορεματάκια, φωτογραφίες χαμογελαστές, εποχές ξένοιαστες. Ανάμεσά τους, προφανώς επειδή
ήταν αμφιβόλου αξίας πράγματα που όμως δεν θα πετιούνταν ποτέ λόγω του συναισθηματικού τους
βάρους, βρισκόταν η χοντρή πένα του παππού σε χρώμα στολής παραλλαγής. Του παππού που δεν
είχε γνωρίσει και του οποίου η εξυπνάδα και το αστικό επάγγελμα, έδιναν μια λάμψη επιθυμητής
ανωτερότητας στις αγροτικές παραφυάδες της οικογενειακής γραμμής. Ήταν ο πρόγονος που σου
έδινε τη δύναμη να φτιάξεις ένα πιο φιλόδοξο οικογενειακό μυθιστόρημα. Η πένα αποκτήθηκε σε
ένα χαρτοπαίγνιο, κι όταν χάλασε, δεν επισκευάστηκε ποτέ. Παρέμεινε κάτι σαν Δούρειος Ίππος
της αστικοποίησης της οικογένειας. Στο μυαλό της πετούσαν τώρα εικόνες πεθαμένων από χρόνια
συγγενών, και η ασπρόμαυρη φωτογραφία του παππού με το καλό κοστούμι του, πάνω από το
κρεβάτι της γιαγιάς. Του μιλούσε, τον έβριζε, τον καταριόταν, τα ξανάφτιαχναν και πάλι απ' την
αρχή, κι ας ήταν ο παππούς μόνο μια μεγάλη φωτογραφία σε γκρί-γαλάζια κορνίζα με κυματιστές
άκρες. Με τον παππού άλλα παιδιά εξερευνούν πάρκα και παιχνίδια, εκείνη μαζί του αντιλήφθηκε
το θάνατο. “Ο παππούς...” δίστασε αν ήθελε να του επιτρέψει να μπει στις σκέψεις της τώρα. “Ο
παππούς πέθανε νέος,”, “ο παππούς υπέφερε”, “ο παππούς ήταν περιζήτητος για παρέα,” και τελικά
ο παππούς αρνούνταν να πεθάνει αν και χρόνια δεν υπήρχε πλέον τίποτα από 'κείνον.
Οι νεκροί απόκτησαν έτσι στη σκέψη της αξία που δεν έπρεπε να χαθεί όπως η ζωή τους. “Ή
μάλλον για να μη χαθεί ό,τι υπήρξαν ο τρόπος ήταν να τους θυμάται κανείς μετά θάνατον, μερικές
φορές με μια αγριότητα που έφτανε στο σημείο να απαιτούν να ζουν τη ζωή μου”, αναγνώρισε
χωρίς ξεκάθαρη συναισθηματική τοποθέτηση τη στιγμή εκείνη. “Ώχου αισθηματολογίες!”, έβαλε
τον εαυτό της σε τάξη, ενώ ένιωθε κάποιου είδους θυμό στο βάθος, που δεν ήθελε να διερευνήσει,
φοβούμενη κάποια κρίση πανικού και το φόβο της για τις αρρώστιες. Ξανακοίταξε τον πίνακα με
τον κοιμώμενο γκόμενο: “for posterity,” μουρμούρισε χαμογελώντας. Παρά τις προσπάθειες, οι
38