Page 43 - Index_Neat
P. 43

CONFECTIONS



            Άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ήταν με τις πυτζάμες και προσπαθούσε να κοιμηθεί. Είχε
            μάλλον ήδη αποκοιμηθεί και στην αρχή νόμισε ότι ονειρευόταν, αλλά το χτύπημα συνεχίστηκε και

            μάλιστα έγινε πιό δυνατό. Ένας απαλός βήχας το συνόδεψε μετά από λίγο. Η Λένα φώναξε:
            “Φύγετε!”   και   προπάθησε   να   ξανακοιμηθεί.   Μετά   από   λίγο,   το   χτύπημα   ξαναρχισε.   Είπε,

            “προσπαθώ να κοιμηθώ! Φύγετε! Δε χρειάζομαι τίποτα!” Τότε κάποιος μίλησε πίσω από την πόρτα:
            “Λυπάμαι που σας ενοχλώ Μις, αλλά πρέπει να σας δω για λίγο.” Και μετά, λίγο διστακτικά:

            “Πρέπει να σας δώσω κάτι...” “Ωραία, ηλίθιο ξενοδοχείο, θα παραδώσω κι εγώ η ίδια τα παράπονα

            στη διεύθυνση”, σκεφτόταν ενώ πήγαινε προς την πόρτα. “Ναι;” είπε με κάποια έκπληξη αλλά και
            περιέργεια. Στεκόταν εκεί, ο υπάλληλος της ρεσεψιόν, κρυμμένος πίσω από ένα μεγάλο μπουκέτο

            κόκκινα τριαντάφυλλα. Χαμογέλασε και είπε, “Κυρία, κάποιος κύριος μου τα έδωσε με την εντολή
            να τα παραδώσω σ' εσάς τώρα. Μου είπε επίσης να σας πω ότι τα αγόρασε για εσάς μόλις τώρα που

            άνοιξαν τα μαγαζιά και ελπίζει να τα δεχτείτε.” Περίμενε για λίγα δευτερόλεπτα και μετά συνέχισε
            κοιτώντας   το   δωμάτιο,   “Πού   θα   θέλατε   να   τα   βάλω;  Υπάρχει   ένα   βάζο   εκεί...”   Στην   αρχή

            χαμογέλασε με συγκατάβαση, μετά σκέφτηκε κάτι άλλο: “Ευχαριστώ, δώστε τα μου παρακαλώ, θα

            βρω πού θέλω να μπουν. Κοιμόμουν”, συνέχισε μισοζαλισμένη απ' τη νύστα και τον αιφνιδιασμό,
            “θα αφήσω το πουρμπουάρ σας στη ρεσεψιόν σε ένα φάκελλο. Το όνομά σας;” “Φιόριν,” είπε ο

            υπάλληλος,   “ευχαριστώ   κυρία,   ελπίζω   να   μπορέσετε   να   ξανακοιμηθείτε...Άξιζε   που   σας

            ξύπνησα...ε;” Έκλεισε την πόρτα βιαστικά ενώ αναρωτιόταν για τους κώδικες ευγένειας της χώρας
            αυτής. Κάθισε στο κρεβάτι με τα λουλούδια ακόμη στην αγκαλιά της. Τα ακούμπησε στην εταζέρα

            μπροστά της και και τα κοιταξε. Ήταν τόσο βελούδινα και κόκκινα, τόσο βαθιά κόκκινα, και τόσο
            ερωτικά. Ήξερε ποιός τα είχε στείλει, φιλιόντουσαν και χαϊδευόντουσαν το προηγούμενο βράδυ

            στο Χίλτον, μετά από μερικά ποτήρια λευκό κρασί -εκείνη δεν έπινε ούτε άντεχε πολύ το αλκοόλ,
            οπότε τα δύο ποτήρια την είχαν κάνει σχεδόν να μεθύσει- και ήταν τόσο ανεβαστικά όλα αυτά όπως

            καθόντουσαν στο τελευταίο τραπέζι στο βάθος του μπαρ, στον καναπέ, με τους πελάτες να

            κοιτάζουν πού και πού διακριτικά, και με το φόβο ότι μπορούσε κάποιος απ' την υπόλοιπη παρέα
            να μπει κάποια στιγμή, αλλά εκείνοι μάλλον είχαν απορροφηθεί με τα αξιοθέατα και γυρνούσαν σε

            άλλο σημείο της πόλης. Οι άντρες γύρω φαινόντουσαν να σχολιάζουν αρνητικά τη γυναίκα που
            καθόταν και φιλιόταν έτσι σε δημόσιο χώρο και μάλλον θα θεωρούσαν μάγκα τον τύπο που τη

            χαϊδολογούσε,  και   που   τώρα   της  έστελνε   τα   κόκκινα   τριαντάφυλλα.  Έσκυψε   και  μύρισε  τα
            τριαντάφυλλα κολακευμένη. Της άρεσε που ο φίλος της περίμενε να ανοίξουν τα ανθοπωλεία και

            πήρε το πρώτο μπουκέτο και το έστειλε έτσι στο δωμάτιό της. Μύριζαν εξαιρετικά και προφανώς η


            42
   38   39   40   41   42   43   44   45   46   47   48