Page 48 - Index_Neat
P. 48
όμως κάτι...”, ξεκίνησε να λέει. Άναψε τσιγάρο και στηρίζοντας το κεφάλι της στο χέρι, γύρισε στο
πλάι και συνέχισε, “εσύ πιστεύεις ότι αυτά τα πανέμορφα κόκκινα τριαντάφυλλα έστρωσαν το
δρόμο για το κρεβάτι μου;” “Όχι!” απάντησε κοφτά, “κι έπειτα,” συνέχισε, “ελπίζω η επιθυμία σου
για μένα...” τράβηξε μια ρουφηξιά απ' το τσιγάρο της, και έπεσε πάνω της ενώ έψαχναν για τασάκι,
“να μου έστρωσε το δρόμο και...” Ξέφυγε για ένα δευτερόλεπτο απ' τα φιλιά του για να τελειώσει
την πρόκληση, “Μα ναι αγάπη μου, η επιθυμία μου για σένα...και τα τριαντάφυλλα φυσικά!”
Γέλασαν και όρμησαν ο ένας στον άλλο με πάθος.
“Πες μου”, της έλεγε αργότερα, “είμαι τόσο κουρασμένος...Θα είσαι σήμερα λιγότερο σκληρή και
θα με αφήσεις να κοιμηθώ εδώ ήσυχα απόψε;” Πήρε ύφος αστείο, αλλά στα μάτια του έβλεπε πως
πέρα απ' την κούραση, ήταν η ανησυχία για τη θέση του, δεν θα το έπαιρνε πολύ καλά αν τον
έδιωχνε ξανά. “Είναι πολύ αργά, κανει κρύο, δούλεψα σκληρά για σένα και χρειάζομαι ένα ζεστό
μέρος αγάπη μου γλυκειά. Μη με στείλεις στο μοναχικό μου δωμάτιο, στο μακρινό μου ξενοδοχείο,
σε παρακαλώ...”, συνέχισε μισο-αστεία. Δεν της άρεσε αυτή η εξέλιξη, αλλά αποφάσισε να τον
αφήσει να μείνει. “ΟΚ, παθιασμένε μου βόρειε, μείνε.” Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που
είχε κοιμηθεί με οποιονδήποτε. Κοιμόταν με τον σύζυγό της, αλλά περνούσαν και διαστήματα
χωριστά ανάλογα με τη δουλειά, το γραφείο χρησίμευε και για ύπνο αν ήταν πολύ αργά. Έπειτα
εκείνος ήταν εύκολος στον ύπνο. Της άρεσε να μένει μόνη, με τις συνήθειές της, ντους, ένα βιβλίο,
κάτι στην τηλεόραση...Έμεινε σχεδόν ξάγρυπνη ενώ ο παρτεναίρ της ανέπνεε βαθιά, μιλούσε λιγάκι
στον ύπνο του και στριφογύριζε πού και πού. Το πρωί παρ' όλη την κούραση θυμόταν την
προηγούμενη νύχτα και ένιωθε ρίγη σ' όλο της το σώμα -τα αγκαλιάσματα, τα φιλιά, τα
λόγια...Έφυγε νωρίς ευχαριστώντας την και φιλώντας την, κι έτσι μπόρεσε να ψιλοκοιμηθεί καμιά
ώρα, μετά σηκώθηκε, πήρε πρωινό φορώντας σκούρα γυαλιά, έκανε ντους, φόρεσε ένα μαύρο
πουλόβερ με τζην, συμπλήρωσε την εικόνα με κόκκινο κραγιόν και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
Ήταν λιγάκι χλωμή και κουρασμένη αλλά τα μάτια της έλαμπαν και είχε μια πονηριά στο πρόσωπο.
Χαμογέλασε ευχαριστημένη και βγήκε. Στο πρωινό meeting ανταλλαξαν γρήγορες ματιές
συνενοχής. Οι συνάδελφοί της της έριχναν περίεργες ματιές. Ένας gay φίλος την πλησίασε
ρωτώντας την ψιθυριστά, “Άτακτο κορίτσι πού ήσουν; ή μάλλον...τι αταξίες κάνεις;”
Αντιλαμβανόμενος την τροχιά των βλεμμάτων, της ψιθύρισε ακόμη μια φορά: “Σ' αγαπώ άτακτη
γυναίκα”, και της χαμογέλασε. Του χαμογέλασε κι εκείνη και έψαξε τα χαρτιά της να δει τι είχε
χάσει από τις διαλέξεις και την επαγγελματική συνάντηση.
47