Page 51 - Index_Neat
P. 51
ένιωθε και να πνίγεται. Ξύπνησε από έναν εφιάλτη. Η μάνα ήταν στο πίσω μπαλκόνι και πότιζε τα
φυτά. Κεφάτη και χαμογελαστή, σβέλτη, σιγοτραγουδώντας. Η Κλειώ νόμισε ότι κάτι της έλεγε, κι
ένιωσε παράξενεμένη γιατί δε θυμόταν πιά από χρόνια τον ήχο της φωνής της μάνας, και της
φαινόταν παράξενο να δει κάποιον να μιλάει και να πιστέψει ότι αυτός ήταν όντως ο αληθινός ήχος
μιας φωνής ξεχασμένης, αλλά τότε τίνος ήταν η φωνή που δανειζόταν η μάνα στο όνειρο της
κόρης; Θυμήθηκε στον ύπνο της τη χαρά της μάνας όταν αγόραζε κάτι που το φύλαγε για το
μέλλον, για τις κόρες και τα εγγόνια που θα αποκτούσε κάποτε, με μια σιγουριά, μια βεβαιότητα,
που νόμιζες ότι όλοι σ' αυτή την οικογένεια ήταν αθάνατοι στο βασίλειο της χαράς. “Μαμά;” είπε
διστακτικά, κι έκανε στο όνειρό της, να πάει προς την άκρη του μπαλκονιού, εκεί που η μάνα
έψαχνε τώρα τους βολβούς απ' τις τουλίπες. Οι τουλίπες...Οι τουλίπες...Ένιωσε στον ύπνο της ότι
έπρεπε να τις φυλάξει κάπου, ότι δεν τις φύλαξε κι οι τουλίπες ξαφνικά χάθηκαν, σαν κάποιος να
τις πήρε, και η μάνα θύμωσε. Κι έτσι χάθηκε σιγοτραγουδώντας -μα πώς, αφού μάλλον ήταν
θυμωμένη- στην κρεβατοκάμαρά της, και όσο κι αν έψαξε, η Κλειώ δεν τη βρήκε, και κάπου μέσα
στο όνειρο καταλάβαινε ότι δεν ήταν λογικά τα πράγματα, αφού είχε σταθερή πυξίδα λογικής ότι η
μάνα είχε πεθάνει, και οι τουλίπες κάτι της θύμιζαν, είχε ακόμη την αίσθηση ότι ήταν πολύ σπάνιες,
όπως η μαύρη τουλίπα στο βιβλίο. Κι όταν ξύπνησε απ' τις φωνές του γέρου, απάντησε για να την
ακούσει μέχρι να πάει κοντά του, αλλά μέσα της ακόμα παραπατούσε μεταξύ ύπνου και ξύπνιου,
και το μυαλό της ήταν κολλημένο στις τουλίπες, που δεν ήταν κάν το αγαπημένο της λουλούδι,
ούτε είχαν μαύρες τουλίπες ποτέ, επαναλαμβάνοντας ρυθμικά τη λέξη, νυσταγμένη, κι οι λέξεις
ξεκόλλησαν και σιγά-σιγά πήραν άλλη μορφή, “του λείπεις, του λείπεις.” “Μου λείπεις μαμά,”
σκέφτηκε, “και ίσως και του μπαμπά του λείπεις, και το παρελθόν μας λείπει, ώρα να κάνουμε
κάτι.” Έφτιαξε το τσάι του πατέρα, έτριψε μέσα το ηρεμιστικό του, και ετοιμάστηκε να του το πάει.
Έμεινε σκεπτική για λίγο. Ελάχιστα δευτερόλεπτα. Έλιωσε μερικά ακόμη χάπια, έβαλε ζάχαρη και
το πήγε στο δωμάτιο που μύριζε κλεισούρα. Του χάϊδεψε το κεφάλι και βγήκε απ' το δωμάτιο
κλείνοντας για πρώτη φορά την πόρτα πίσω της, και πήγε στο δωμάτιό της να κοιμηθεί.
50