Page 56 - Index_Neat
P. 56

μπροστά,   με μερικά  βράχια πού και πού. Αυτή η ομορφιά την τρέλλαινε. Όταν άρχισε να

            κατεβαίνει στην παραλία  έμενε με τις ώρες  στον ήλιο. Σχεδόν ναρκωμένη  και κατακόκκινη
            ανέβαινε στο σπίτι και ζέσταινε νερό. Η εικόνα του Γιώργου ξεθώριαζε για τα καλά. Και τι

            περίεργο, μια άλλη εικόνα ξεπήδησε, που δεν μπορεί θα 'ταν από αντίδραση σ' όλη αυτή την

            καταπιεσμένη επιθυμία των προηγούμενων εβδομάδων ή μηνών ίσως. Η εικόνα της Ν. Το πίσω
            μέρος του λαιμού της, το στήθος, τα ψηλά, αδύνατα πόδια της, το στόμα. Ειδοποίησε τους φίλους

            της για το μέρος που βρισκόταν. Είχαν ήδη περάσει δύο εβδομάδες. Ήταν καλά, τους σκεφτόταν,
            περίμενε   νέα   τους,   αντάλασσαν   μηνύματα.   Θυμήθηκε   πως   παρατηρούσε   τη   Ν.   Μιλούσαν,

            γελούσαν ανέμελα, εκμυστηρεύονταν πράγματα η μια στην άλλη. Η Μυρτώ την άκουγε, απαντούσε
            στις ερωτήσεις της, σχολίαζε όσα έλεγε, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, προσεκτική να μην προδώσει

            τι  σκεφτόταν,  να   μη  δείξει  τίποτα   απ'  τα  όσα  πραγματικά   συνέβαιναν  μέσα  της. Ήθελε  να

            ανακατευτεί στην ερωτική της ζωή, να την παρασύρει να κάνει πράγματα που ήθελε εκείνη, να
            επιβάλλει την ερωτική της επιθυμία, να μοιραστεί μαζί της όσα ένιωθε. Ήθελε αυτό το αόριστο που

            μούδιαζε την κοιλιά της να το αισθανθεί κι εκείνη, ώστε να δώσει η μια στην άλλη όσα η Μυρτώ
            είχε φανταστεί ότι επιθυμούσαν. Ακόμη τότε, ζούσε η μητέρα.

            Χαιρετισμός στην Belle Helene και γνωριμία με το Γιώργο...(από το Ημερολόγιο των μοναχικών
            ημερών, αναμνήσεις, Προσωπικόν, υπογραμμισμένη η τελευταία λέξη).

            Η μητέρα πέθανε. Και κάποια στιγμή “η συντροφιά”, πήγε επίσκεψη στον τάφο της. (Δεν μπορώ να

            γράψω τη λέξη αν και είναι αλήθεια, αυτό έγινε.) Κάψαμε το λιβάνι. Ύστερα μείναμε για λίγο
            ακίνητοι, αμήχανα, σαν να υπήρχε και κάτι άλλο να γίνει που ίσως να ξεχνούσαμε εκείνη τη

            στιγμή. Αφήσαμε το σκεύος μπρος στο σταυρό, ακριβώς στη βάση του. Ψάχνοντας την ακριβή

            θέση του στο χώρο, γεμίσαμε το χρόνο μέχρι να αποδεχτούμε ότι δεν υπήρχε κάτι άλλο να γίνει. Ο
            καπνός πήγαινε ίσια κατά πάνω, ορμητικά. Μύρισε λυπητερά και σχεδόν απόγνωση, αλλά κι

            ελευθερία, εκεί μπορούσες πιά να αφεθείς, δεν έχει παρακάτω, ούτε ν' ανησυχήσεις, τίποτα...Ο
            απογευματινός ήλιος φιλτράριζε τον καπνό στις πορτοκαλιές του ανταύγειες καθώς διαπερνούσαν

            τη στέγη του, μισοτελειωμένου ακόμη, τάφου. Είχε μια απέραντη ησυχία γύρω. Η απουσία των
            ανθρώπων μεταμόρφωνε το χώρο σε μια έκταση παρθένα, σ' ένα χωράφι που βλέπεις περνώντας με

            τ' αυτοκίνητο την ώρα που έχουν όλοι πια αποσυρθεί στα σπίτια τους μετά απ' τη δουλειά. Έτσι

            εγκαινίαζα κάποια καινούργια “σχέση” με το θάνατο. Ένιωθα ένα σωρό ίδιες μέρες να βαραίνουν
            μέσα μου, και τη σιγουριά μιας επανάληψης που με αναζωογονούσε. Αυτών των ημερών που ήταν

            συνέχεια πλημμυρισμένες απ' την ίδια λαχτάρα για κάτι απροσδιόριστο. Μια επιθυμία βαθιά, που
            δεν κατευθυνόταν σε τίποτα χειροπιαστό, αλλά υπήρχε πάνω απ' ό,τιδήποτε άλλο. Μου έρχονταν

            στο μυαλό ονόματα από πολιτισμούς που έχουν πεθάνει, αντικατοπτρισμοί κι η λέξη αρχαϊκός που

            55
   51   52   53   54   55   56   57   58   59   60   61