Page 60 - Index_Neat
P. 60

ΛΟΛΑ



            Είναι ωραίο να έχεις τη σωστή παρέα. Γιατί υπήρχαν τα παιδιά που μύριζαν άνεση και γνωριμία,
            σκόνη και σκανταλιά της προκοπής, και παιδιά που ήταν ατσαλάκωτα, σχεδόν γραβατωμένα, που

            δεν έχαναν την ατσαλακωσιά τους ούτε σ' ένα χωματόδρομο μεσημέρι καλοκαιριού. Ήταν σαν τους
            υπάλληλους   στην   τράπεζα,   ο   καθένας   στο   γραφείο   του,   μιλούσαν   χαμηλόφωνα   κι   ήταν

            καλοκουρδισμένοι. Η μαμά συνήθως ζητούσε να μας εξυπηρετήσει η Καίτη, μια φίλη της. Η Καίτη
            δεν είχε λευκό δέρμα, ούτε ήταν όμορφη σαν τη μαμά, είχε μικρολεκέδες στο πρόσωπο, λίγο

            κουκλίστικο ύφος, αλλά και μαύρους κύκλους κάτω απ' τα μάτια, ενώ της μαμάς είχαν ένα χρώμα

            φωτεινό μελί που όταν το 'βλεπες στον ήλιο καταλάβαινες πόσο σπάνιο ήταν. Νομίζω η μαμά ήθελε
            να είχε μια δουλειά σαν της Καίτης, αλλά έτσι όπως ήταν η εποχή της, την έβλεπε και λίγο σαν

            σκλάβα που για ανεξήγητους λόγους βγήκε στη βιοπάλη.
            Υπήρχαν τα παιδιά που ήτανε λες και είχατε συνεννοηθεί, που είχατε τα ίδια γούστα στο παιχνίδι

            και στον καυγά, κι αν δεν είχατε, πάντως μάθαινε πρόθυμα ο ένας απ' τον άλλο. Ίδια γούστα ακόμα
            και στην ανεμοβλογιά και στον κοκκύτη που κόλλαγε ο ένας απ' τον άλλο. Κι όταν η μαμά

            ανακοίνωνε με ποιούς θα βγαίνατε το βράδυ και άρχιζε να ετοιμάζεται, όσο ωραία και να φάνταζε

            η έξοδος, κάπου ξενέρωνες αν ήξερες ότι θα 'ρθεί η Έλλη κι ο Μιχάλης. Και συνήθως μαζί μ'
            αυτούς ακολουθούσε η υπόλοιπη ξενέρωτη παρέα. Η Έλλη κι ο Μιχάλης δε λέγανε το “ρο”,

            τρέχανε δειλά και διστακτικά να μπούνε στη θάλασσα, θέλανε πάντα πέντε κιλά αντηλιακό, τους

            τσίμπαγε ακόμα και το τελευταίο ταπεινό φύκι, δεν εκαναν ποτέ “ψαράκια” με τις πέτρες, ήταν
            ατσαλάκωτοι με γυαλιά για στραβισμό όπως ο Γιώργος στο σχολείο, αλλά δεν μπορούσες να τους

            κάνεις πλάκα όπως στο Γιώργο που του κουνάγαμε τα δάχτυλα μπροστά στη μούρη για να δούμε
            αν   κάθε   μάτι   θα   κοιτάξει   αλλού   σα   χαμαιλέοντας.   Το   χειρότερο,   η   Έλλη   κι   ο   Μιχάλης

            ακολουθούσανε παντού πειθήνια και περίμεναν μ' ένα ανεξιχνίαστο ύφος να τους διασκεδάσεις,
            αλλά πάντοτε εγκατέλειπαν όταν πήγαινε να γίνει κάτι πραγματικά διασκεδαστικό όπως το να φέρει

            αραιωμένο κρασί ο ξάδερφος ο Τάκης ή να μασήσει κρεμμύδι απ' τη σαλάτα μπροστά μας χωρίς να

            παραπονεθεί ότι τον έκαιγε, και να μας μάθει τις τελευταίες “κακές κουβέντες” που είχε μάθει,
            εξηγώντας και τη σημασία τους. Ο Τάκης ήταν θησαυρός, αλλά οι γονείς δεν έβλεπαν αυτό το

            τέαρς γνώσεων και θάρρους που βλέπαμε εμείς οι υπόλοιποι, και περνούσαν για έλεγχο σε τακτά
            χρονικά διαστήματα. Ιδίως από τότε που ο Τάκης έπεισε την αδερφή μου να κάτσει στο πράσινο

            φρεσκοβαμμένο παγκάκι με το άσπρο της λινό φόρεμα. Πάντως, είχε κάτσει εκείνος πρώτος με το
            καλό του παντελόνι για να δείξει ότι δεν έτρεχε τίποτα. Η αλήθεια είναι ότι έτρεχε ο ίδιος μετά που

            τον κυνηγούσε η μάνα του.

            Τελοσπάντων,   ποιός   να   θέλει   να   κοιμηθεί   στο   αυτοκίνητο   τακισμένος   απ'   την   κούραση,


            59
   55   56   57   58   59   60   61   62   63   64   65