Page 62 - Index_Neat
P. 62
η Λόλα. “Πού είναι το σκεπαστό, εκείνο το μεγάλο καρότσι της κούκλας;” Σε λίγα λεπτά είχαμε
φέρει όλη την προίκα της μεγάλης κούκλας απαντώντας κάτι καθησυχαστικό στη μαμά που τη
συναντήσαμε έξω απ' την κουζίνα στο εσωτερικό του σπιτιού και πήγε κάτι να ρωτήσει περί των
δραστηριοτήτων της παρέας μας. Η Λόλα βούτηξε τον σκύλο που έβρισκε το πείραμα ενδιαφέρον
χωρίς να ξέρει ακόμη ότι τον αφορά κι είχε μόλις αρχίσει να χασμουριέται μ' ένα τρίξιμο στις
μασέλες και τώρα έγλυφε την πατούσα του με μανία, τον έβαλε στο καρότσι, τον σκέπασε, σήκωσε
και την κουκούλα, και βγήκαμε όλοι στον σκονισμένο χωματόδρομο. Η Λόλα οδηγούσε
τραντάζοντας στς πέτρες το σκυλί που είχε μείνει άναυδο, δεξιά κι αριστερά ήμασταν εμείς οι
ιδιοκτήτες τιμητικά, και γύρω-γύρω βούϊζε η υπόλοιπη παρέα. Μετά από αρκετές βόλτες πάνω-
κάτω για “να κάνουν” όλοι από λίγο, μπήκαμε πάλι στο κτήμα. Το σκυλί ήσυχα-ήσυχα δραπέτευσε
και πήγε και ξέρασε σιωπηλά στη ρίζα απ' τα λιγούστρα και μετά έπεσε για ύπνο μέχρι την άλλη
μέρα σε κάποια γωνιά. Τακτοποιήσαμε το καρότσι κοντά στο πορτ-μαντώ όπως πάντα και βγήκαμε
έξω να πούμε ιστορίες. Η Λόλα είπε θα μας πει “γκρα-γκιλιόλ” με φαντάσματα και κοιταχτήκαμε
όλοι. Μετά γυρίσαμε στη γκουρού που άρχισε να μας διηγείται για πόρτες που έτριζαν και ζόμπι
που εμφανιζόντουσαν, και μάλλον κανένας μας δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ.
Το επόμενο πρωί, φάγαμε πρωινό με τη μαμά, και κάποια στιγμή πήραμε τα μαγιό που είχαν
στεγνώσει απ' το σχοινί της μπουγάδας, ντυθήκαμε για μπάνιο και βγήκαμε. “Πού είναι το σκυλί;”
ρώτησε η μαμά αφού ο σκύλος μας δεν έχανε μπάνιο κι αμμόλουτρα. “Δεν το είδαμε όλο το πρωί,
μήπως παίζει κάπου στην πίσω αυλή;” είπα εγώ. Κοιτάξαμε αλλά ο Λέων ήταν άφαντος. Τον
φωνάξαμε, αλλά πουθενα το σκυλί. Κοιταχτήκαμε με την αδερφή μου, και τα μάτια μας είπαν να
βγάλουμε το σκασμό. Κατεβήκαμε για μπάνιο, αλλά γυρίσαμε γρήγορα να ψάξουμε για το σκυλί.
Μπαίνοντας στο μεγάλο living-room του ισογείου όπου η μαμά λόγω της μεγάλης ζεστης δεν είχε
ανοίξει τα παντζούρια και ήταν αρκετά σκοτεινά και δροσερά, κοντα στην μπαλοκονόπορτα που
οδηγούσε στη μπροστινή αυλή, κάτω απ' το πορτ-μαντώ, εκεί που βάζαμε μάσκες, πετσέτες,
μπουρνούζια και σκουφιά όταν είχαν πια στεγνώσει, κάτι κουνήθηκε. Κι ένας σκύλος βγήκε
τρεκλίζοντας, καμπουριαστός, πιασμένος απ' τις πολύωρες ξάπλες στο καρότσι της κούκλας, να
πάει για φαί και κατούρημα. Χασμουρήθηκε που ήταν λες και γελούσε για κάποιο αστείο και μας
προσπέρασε. Εξηγήσαμε το συμβάν στη μαμά που όλο και αγρίευε και μετά οι δυό μας θαυμάσαμε
ακόμα περισσότερο τη Λόλα που σ' ένα βράδυ εκπαίδευσε τόσο λάθος, με τρόπο θαυμαστό το
κουτάβι. Που δεν το κούνησε απ' το καρότσι της κούκλας το υπόλοιπο του καλοκαιριού και
υποχρεωθήκαμε να το βγάζουμε βόλτα καμαρωτό, καθιστό, στο καρότσι της κούκλας. Από
αξιοθαύμαστος έγινε γραφικός ο σκύλος, αλλά ποσώς τον ενδιέφερε. Έπαθε τέτοιο κόλλημα με το
καρότσι, που άρχισε το κατούρημα δίπλα στο καρότσι, για να μην απομακρυνθεί και του το πάρει
κανείς. Οι προσπάθειές μας να τον ξαναεκπαιδεύσουμε έπεσαν στο κενό προς μεγάλο καμάρι της
61