Page 58 - Index_Neat
P. 58

τους οδηγούσα εγώ. Τα 3/4 μιας πλάτης, ένας μισοφωτισμένος δρόμος, όμορφα μαγαζιά, ψώνια για

            το σπίτι, μια σκάλα που ανεβαίνει πέντε ορόφους, ένα ασανσέρ χαλασμένο, ένα ασανσέρ αρ ντεκό
            με πόρτα εσωτερική και κιγκλίδωμα, περίεργα αυτοκίνητα, ξαφνικές εκδρομές στην εξοχή, μια

            εξοχή με τα δέντρα που θέλω εγώ, πικ-νικ με το φαγητό που θα τους δώσω εγώ να πάρουν μέσα

            στο καλάθι τους, κίνηση στο δρόμο, πάρτυ το βράδυ, κοκτέϊλ νωρίτερα, εύκολη πρόσληψη σε καλή
            δουλειά, επιτυχία για την ηρωίδα μου χωρίς glass ceiling, ένα ωραίο γραφείο, καλοί φίλοι, έρωτες,

            απιστίες, κολύμπι, επιστροφή στα παλιά με μόλις ξανασκιτσάρισμα μερικών καρέ. Μια ερωτική
            πράξη...Να   κρέμονται  από μένα  για   να   πάρουν  ζωή.  Ήξερα   το  καλύτερο  γι'   αυτούς   και  με

            εμπιστεύονταν τυφλά να φτιάξω το επόμενο καρέ της ζωής τους, να δουν το παρακάτω. Χωρίς
            αντιρρήσεις και διαφωνίες.

            Φτάσαμε.   Είμασταν   οι   τέσσερίς   μας   στο   σπίτι   του  Δ.   κι   όλοι   διεκδικούσαμε   τον   Ι.   Όλοι

            ερωτευμένοι   μαζί   του,   όλοι   αντίζηλοι,   προσπαθούσαμε   να   του   τραβήξουμε   την   προσοχή,
            ενεργοποιώντας ο καθένας αυτό που είχε ορίσει ως σεξ απήλ. Ήταν υπέροχα. Ο Ι. μαγείρεψε το

            δείπνο της πρώτης νύχτας και το πρόγευμα της επόμενης. Βγαίναμε βόλτες τρέμοντας απ' το κρύο,
            ξενυχτισμένοι, χασκογελώντας, καπνίζοντας, τυλιγμένοι με τις κουβέρτες και ό,τι μάλλινο είχαμε.

            Δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω. Ήταν υπέροχα. Στη βεράντα ένιωθες σχεδόν ανάγλυφα την ατμόσφαιρα
            του σκοταδιού. Κατεβήκαμε στο χωριουδάκι το ίδιο βράδυ. Ήταν άδειο σχεδόν. Μόνο λίγοι

            ντόπιοι, μια και δεν ήταν τουριστική σαιζόν, γι' αυτό τα εστιατόρια έκλειναν κι αυτά σχετικά νωρίς.

            Επιστρέψαμε σπίτι γελώντας κι αρχίσαμε να χορεύουμε σαν τρελλοί ο Δ. κι εγώ, οι δύο κύριοι
            διεκδικητές του Ι. Αποφασίσαμε να μείνουμε ακόμη ένα βράδυ. Μείναμε ως αργά κουβεντιάζοντας

            για τέχνη, κουτσομπολεύοντας φίλους και γνωστούς και κάνοντας σχέδια, κι έπειτα μοιραστήκαμε

            όπως και το προηγούμενο βράδυ, στα δωμάτια για ύπνο. Ο Ι. με τον Δ. τι να έλεγαν άραγε οι δυό
            τους χαμηλόφωνα; Ήθελα να τους ενοχλήσω, να πετάξω τον Δ. απ' το κρεββάτι και να πάρω τη

            θέση του. Να του τσαλαπατήσω το καλοβαλμένο του μούτρο. Ξαπλωμένες με τη Μαρία στο ίδιο
            δωμάτιο, μέσα στις κουβέρτες, μιλούσαμε μέχρι να μην μπορούμε ούτε το φως να σβήσουμε απ' τη

            νύστα. Λέγαμε αστεία αλλα και πιό προσωπικά. Ανώδυνα πράγματα...ότι απογεύματα σαν το
            αποψινό θύμιζαν τις μέρες που πηγαίναμε με το σχολείο στην περιφορά της εικόνας στους δρόμους

            της πόλης. Ο καιρός ήταν σχεδόν πάντα κρύος εκείνη την εποχή, και στο γυρισμό απ' τη λιτανεία το

            σπίτι ήταν σκοτεινό, η μητέρα δεν είχε γυρίσει ακόμη, ο πατέρας ήταν ακόμη στο γραφείο, και
            μόνο η γιαγιά λιβάνιζε και ψιλογκρίνιαζε. Το σκοτεινό σπίτι ήταν λες κι έμπαινε κατευθεία στην

            καρδιά του χειμώνα. Για την επομένη ελάχιστα για το σχολείο, κι έτσι υπήρχε χρόνος για χάζεμα.
            Για να βυθιστώ στο αγαπημένο μου βιβλίο μ' ένα κομμάτι μπακλαβά στο πιατάκι, καρφωμένο με το

            ροζ πηρουνάκι με τα δυό δόντια μόνο, και τα λουλουδάκια στη ροζ λαβή. Ξαπλωμένες σε διπλανά

            57
   53   54   55   56   57   58   59   60   61   62   63