Page 61 - Index_Neat
P. 61

σκεπασμένος με το παλτό της μαμάς του, μέχρι να τελειώσει η βραδιά, με την Έλλη και το Μιχάλη

            που ήτανε πέντε χρονών συνταξιούχοι, κι έπρεπε να τους προσέχεις κι από πάνω. Ήταν αλλιώς με
            τη Λόλα και την Άννα. Η Άννα ήταν η πιό μικρή απ' όλους μας, αλλά δεν ήταν μαρτυριάρα, και

            ήταν χαμογελαστή και πρόθυμη σε όλα. Η Λόλα της είχε μάθει τα κόλπα, και μια φορά που η Άννα

            ήτανε κάπου εναμισυ χρονών και κατουριότανε, η Λόλα η ευρηματική, πήρε το πιατάκι με τα
            μπισκότα και το 'κανε γιογιό. “Ρε μαμά, δεν είχε μπισκότα, τα 'χαμε φάει! Τι να 'κανα; Να λέρωνε

            το χαλί;” φώναζε ενώ εμείς γελούσαμε υστερικά και η Άννα χαμογελούσε μισοκατουρημένη γιατί
            το βρακί δεν είχε προλάβει να το βγάλει. Η Λόλα είχε κόλπα που προκαλούσαν θαυμασμό όποτε

            ερχόταν να μας επισκεφθεί με τους δικούς της στο εξοχικό. Η Λόλα μας έμαθε να κουρεύουμε τις
            κούκλες για να μεγαλώσει το μαλλί τους, εμείς της μάθαμε να κόβει το στόμα της κούκλας με ένα

            ψαλιδάκι για να την ταίζει με ό,τι ήθελε: λάσπη, ψάρι, γλυκά, μπισκότα. Μετά από λίγες μέρες η

            κούκλα ήθελε πέταμα, αλλά ήταν σαν αληθινό μωρό για λίγο. Μετά εκείνη ως ανταμοιβή μας
            έμαθε να βάζουμε το χέρι στο στόμα του σκύλου για να παίξουμε τσίρκο: Εκείνη τη μέρα μόλις τον

            είδε, είπε έκπληκτη: “Έχετε σκύλο; Και δεν παίζετε τσίρκο;”
            Μαζευτήκαμε όλοι ένα γύρω με θαυμασμό στο μισοσκόταδο που ακολούθησε την πορφυρή δύση

            του ήλιου στο βάθος της θάλασσας λούζοντας στη φαντασμαγορία τα μαγικά της Λόλας, βάλαμε το
            σκύλο πάνω σ' ένα χαμηλό τραπεζάκι που είχαμε για το κολατσιό μας, κι η Λόλα ρώτησε αν

            δαγκώνει. “Όχι!” απαντήσαμε η αδερφή μου κι εγώ, που είχαμε πάρει θέση μπροστά-μπροστά στο

            τραπέζι, τιμητικά, ως ιδιοκτήτες του σκύλου. “Κοιτάξτε!” είπε η Λόλα. “Και τώρα κυρίες και
            κύριοι, θα θαυμάσετε αυτό το άγριο ζώο που το βρήκαμε στη ζούγκλα και το τσίρκο μας το έφερε

            εδώ για 'σας απόψε!” Κια με μια θριαμβευτική κίνηση, έχωσε παλάμη και καρπό στο έτσι κι αλλιώς

            μισάνοιχτο   στόμα   του   έκπληκτου   σκυλιού   που   έβγαλε   έναν   αναστεναγμό,   φωνάζοντας   “ντα
            νταααν!”. Μετά έβγαλε το χέρι και υποκλίθηκε σε όλους εμάς που τη χειροκροτησαμε με πάθος.

            “Παιδιά! Λίγη ησυχία!” φώναξε η μαμά και δνε ξαναασχολήθηκε αφού μας είδε συγκεντρωμένους
            όλους και προσηλωμένους σε κάτι, που προτίμησε να μην το ψάξει περισσότερο και σε βάθος. Οι

            μεγάλοι έτρωγαν και γελούσαν, κι εμείς στον ήσυχο δρόμο σύριζα στην περίφραξη στη μπροστινή
            είσοδο του κτήματος, περνάγαμε ένας-ένας και βάζαμε σαν θηριοδαμαστές το χέρι στο στόμα του

            σκυλιού και εισπράταμε το χειροκρότημα. Ο σκύλος υπέμενε στωικά τη δοκιμασία γιατί είχε

            αρχίσει κι εύρισκε ενδιαφέρον στο να είναι στο κέντρο της προσοχής. Όταν πια το βαρεθήκαμε,
            ταίσαμε το σκυλί και η Λόλα ξεδίπλωσε κι αλλο τα ταλέντα της. Η καλοκαιρινή νύχτα της έδωσε

            έμπνευση. “Να βάλουμε το σκυλί να κοιμηθεί”, είπε. “Θα πάει μόνος του”, απάντησε πρόθυμη να
            παράσχει πληροφορίες ενώ προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει τις προθέσεις της Λόλας, η αδερφή

            μου. “Το σκυλί θα είναι το μωρό μας”, είπε η Λόλα και ακούστηκε ένα σούσουρο θαυμασμού. “Θα
            το πάμε βόλτα.” “Θα φέρω το λουρί του,” είπε η Νταίζη η αδερφή μου. “Δε χρειάζεται”, την έκοψε


            60
   56   57   58   59   60   61   62   63   64   65   66