Page 64 - Index_Neat
P. 64
ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ
Ένα βαλσάκι της Καραίνδρου εφτανε στ' αυτιά της καθώς άπλωνε το τρίτο πλυντήριο της ημέρας,
ενώ ίδρωνε απ' την απρόσμενη ανοιξιάτικη ζέστη. Η γλυκερή μελωδία την έκανε να κοιταξει γύρω
της. Όχι ότι υπήρχε κανείς, αλλά αισθάνθηκε ξαφνικά σαν να ήταν ανάμεσα σε φαντασματα που
ζωντάνεψαν και έκαναν το χώρο του μπαλκονιού αποπνικτικό. Την έπιασε ζάλη και αίσθημα
πανικού. “Γαμιέσαι μίζερη”, είπε χωρίς να ξέρει αν το απεύθυνε σ' αυτόν που άκουγε Καραίνδρου
εκείνο το απριλιάτικο μεσημέρι, στην Καραίνδρου και τις μουσικές της, στον εαυτό της ή σε όλους
μαζί. Σκέφτηκε, ρίχνοντας ένα βρακί στην απλώστρα, ότι πριν λίγα χρόνια θα είχε κόσμο να πει την
αηδία της γι' αυτή τη μουσική, αλλά τώρα που οι παρέες την είχαν κάνει για πιό συμφέρουσες
περιοχές και σχέσεις, μέχρι και απροσάρμοστη μπορεί να φαινόταν, επικίνδυνη, που χάλαγε το
εθνικό καλλιτεχνικό κεφάλαιο, ή μάλλον τις σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα στους πρώην
συνοδοιπόρους κι εκείνους που κάποτε κορόιδευαν. Τα ήξερε τα logistics of power. Σιγά το
πολύπλοκο δηλαδή...
Το βαλσάκι δεν έλεγε να τελειώσει. “Γαμημένο ακίνητο κινηματογραφκό τοπίο, πρέπει να σε
συνοδέψει στην ακινησία σου αυτή η κλάψα;” σκέφτηκε κάνοντας μια γκριμάτσα αηδίας. Κι απ' τα
τοπία σε ομίχλες και εκτός, πήγε συνειρμικά στις δεκαετίες της ακμής του συγκεκριμένου σινεμά,
κι από 'κει στη μεταπολίτυση. Τι διάολο ήταν η μεταπολίτευση; έκανε μια άσκηση σκέψης για να
επαναφέρει τους σφυγμούς της στα κανονικά επίπεδα. Κρατώντας μια πετσέτα και προσπαθώντας
να της βρει θέση στο σχοινί ανάμεσα σε καλτσάκια και μπλούζες, έδωσε την απάντηση: Ο τρόπος
να πιαστείς κορόϊδο των κάθε είδους φοιτητοπατέρων που πόζαραν ως γκόμενοι στα άβγαλτα
κοριτσόπουλα και μπορούσαν να επιβληθούν και σ' αυτές και στους πιό αδύναμους και πιό
αγάμητους συμφοιτητές τους. Χαμογέλασε καθώς φάτσες διάφορες πέρασαν σε παράθεση, σαν
αρνητικό ενός φιλμ, απ' το μυαλό της. Βρήκε θέση για την πετσέτα και κοίταξε απελπισμένη το
σεντόνι που δε θα χώραγε και θα βρωμοκοπούσε μέχρι να χωρέσει κάπου σε απλώστρα ή σχοινί.
“Τι απίθανοι τύποι, όλη η μπαναλαρία”...
”Μαμά, να δούμε έναν Σνούπυ;” της είπαν τα δίδυμα με ύφος αγίου απ' το άνοιγμα της
μπαλκονόπορτας. Φάνηκε ότι θα έλεγε “ναι” ενώ με καθυστέρηση της ήρθε η ανησυχία μήπως δεν
είχε κάνει αρκετό κήρυγμα για τις βλαβερές συνέπειες της συνεχούς παρακολούθησης ταινιών εις
βάρος του βιβλίου και μουμπλε μουμπλε. Τα μικρά όμως κατάλαβαν έγκαιρα το “ναι”, είπαν ένα
βιαστικό “σ' αγαπάμε μαμά” κι έτρεξαν χαρούμενα πριν αρχίσει η προς διδύμους επιστολή κατά της
τηλεόρασης και η βαρεμάρα. Στρώθηκαν στον καναπέ, και χωρίς φασαρίες μήπως και δώσουν
αφορμή για αντιρρήσεις, βάλθηκαν να ψάχνουν τα κουμπιά στο τηλεκοντρόλ. Προφανώς η ταινία
ήταν ήδη μέσα στο dvd. “Αγάπες μου,” σκέφτηκε γελώντας με την αθώα πονηριά των αγοριών της
63