Page 68 - Index_Neat
P. 68
ανοίγουμε τα παράθυρα. Μια παρέα φοιτητών απ' το απέναντι ξενοδοχείο τραγουδάει με κιθάρες το
Guantanamera. Έκτοτε έχει μια ιδιαίτερη σημασία και νοσταλγία όποτε το ακούω. Καπνίζω στο
μπαλκόνι κοιτάζοντας τον κόσμο που περνάει από κάτω. Κατεβαίνουμε για ποτό στο σαλόνι. Μια
παρέα Γερμανών συζητάει. Από 25 μέχρι το πολύ 30, μάλλον λιγότερο, κι ο ένας που τον φωνάζουν
Χάϊνριχ μ' αρέσει, αλλά δε γίνεται τίποτα. Κούκλος, ψηλός και πρασινομάτης. Δε γίνεται τίποτα
όμως και με τον Λεωνίδα, από μόνος του δε φτάνει. Ήταν ωραία στη συναυλία στο Λυκαβηττό,
έσκυψε μέσα στα ποδοπατήματα του πλήθους να βρει το κίτρινο μεταξωτό μου φουλάρι.
Στριμωγμένοι και χορεύοντας το ξέχασα και μου έπεσε. “Θα το βρω”, μου είπε, και μου το έδωσε
θριαμβευτικά. Φιλιά. Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να μη φτάνει; Επειδή δεν είναι ο σωστός ή
επειδή οι άνθρωποι είναι αποτελεσματικοί συμπληρωματικά..; Οι σχέσεις πρέπει ν' αλλάξουν. Ο
τρόπος που βλέπουμε τις σχέσεις. Έτσι δε συμφώνησε η γενιά μου; Η αμέσως προηγούμενη γενιά
άνοιξε το δρόμο. Εμένα μου αρέσουν οι άπιστοι. Έτσι, για να κινείται ο κόσμος. Οι γυναίκες
κρατάνε τη μονογαμία. Ακόμα και οι άπιστες. Ψάχνουν αυτόν που θα είναι ο ένας, ακόμα κι αν δεν
είναι ένας. Η ομορφιά των ανδρών είναι η απιστία τους. Γιατί ζουν για τις γυναίκες. Αυτοί είναι
ωραίοι άνδρες. Αρκεί να μην ειναι ηλίθιοι. Ανάκτορα του Σένμπρουν: πολύ χρυσάφι, εκτυφλωτικό.
Και λίγο κιτς το σχέδιο. Η Αυτοκρατορία αυτή πάντα, μου φαινόταν λίγο δεύτερη. Βόλτες, φαγητό,
κουβέντα στα βιεννέζικα πλακόστρωτα δρομάκια, περί έρωτος. Απιστία, μονογαμία, σεξ,
κτητικότητα, ελευθερία. Γνώμες και συμβουλές πάσης φύσεως. Η Ελευθερία με αρραβωνιαστικό
φαρμακοποιό στα Άνω Λιόσια, οικογενειακή επιχείρηση τρίτη γενιά, έχει κρυφή ζωή: πάει και με
άλλους για να κρατιέται σε φόρμα. Λιγότερο τώρα γιατί τα 'χει βρει με τον αρραβωνιαστικό. Θα
τον κρατήσει τελικά. “Πρώτα να ξεκαθαρίσεις αν τον άλλονε θ' αφήσεις...”, συνεχίζει ο Ρασούλης.
Και πριν απ' τον φαρμακοποιό είχε γκόμενους. “Εξεπλάγη με την εμπειρία μου”, γέλασε η
Ελευθερία. Στο λεωφορείο, θέση μπροστά. Τα δάση μπαίνοντας στην Ουγγαρία είναι ενυπωσιακά.
“Μ' ένα αμάν-αμάν στα χείλη πάω πίσω στα παλιά...” και πικ-νικ στο ξύλινο τραπεζάκι στο δάσος.
Μαζεμα, καθάρισμα και φευγιό. Πράσινο παντού, δροσιά μέσα στο καλοκαίρι, και φαγητό σε
εστιατόριο μια-δυό ώρες απ' τη Βουδαπέστη. Ψιλόβροχο κι ατμόσφαιρα μέσα στα χρώματα της
ώχρας και του γκρι η Πέστη. Στο βιβλιοπωλείο ένα βιβλίο στα Ουγγρικά για τον πόλεμο του
Βιετνάμ, και στο μαγαζί με τα βινύλια μια συλλογή από ροκ'ν'ρολ και ροκαμπίλλυ επιτυχίες. Εκεί
και το “I walk the line” του Johnny Cash πριν δω την ταινία του Frankenheimer. Φαγητό με
τσάρντας, γκούλας και τοκάϊ. Ξέρουμε ότι είμαστε τουρίστες. Τσιγάρα βαριά ουγγρικά και άρωμα
που λέγεται “Medea”. Τι διάολο εννοούσε αυτός που το 'φτιαξε; Βάλαμε στοίχημα να δοκιμάσουμε
από πολλά και διαφορετικά τσιγάρα, όλα Ουγγρικές μάρκες, αλλά μόνο αυτά που είχανε hot
πακέτα: γραμματοσειρές, εικόνες, logo που να 'ναι ψαγμένα. Μας σταματανε δυό πανέμορφες
ψηλές, μας πιάνουν μια ακαταλαβίστικη κουβέντα και κλέβουν το πορτοφόλι της Λένας. Πώς τα
67