Page 67 - Index_Neat
P. 67

ΜΕ ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΕΚΔΡΟΜΗ



            Το γουόκμαν στ' αυτιά, Η εκδίκηση της γυφτιάς, κι ένας καινούργιος κόσμος που δεν καταλαβαίνω,
            αλλά έχει χαβαλέ και είναι το καινούργιο “εμείς”. Εμείς οι νέοι, εμείς οι καινούργιοι, εμείς οι

            ελπιδοφόροι. Εκεί που ήταν οι άλλοι, οι γέροι, οι μεγάλοι, οι τελειωμένοι, εμείς. Εμείς που τα
            βγάζουμε όλα στη φόρα, που φιλιόμαστε στο δρόμο, που βγάζουμε τη γλώσσα στους “άλλους” που

            μας κοιτάνε σα χαμένοι τώρα που δεν καταλαβαίνουνε τη γλώσσα μας. Το τουριστικό λεωφορείο
            καταπίνει τα χιλιόμετρα, πρώτη φορά δε ζαλίζομαι, τέρμα Θεού ξαπλα σε τρία καθίσματα και τα

            ακουστικά στ' αυτιά, ακούω διαπασών κι ονειρεύομαι. Πράσινο, κίτρινο, ευθεία, στροφές κι όλο

            ανεβαίνουμε. Ανεβάζω την ένταση γιατί έβαλε μουσική κι ο οδηγός. Τελωνείο, ζέστη, έλεγχος στις
            ρόδες του λεωφορείου, διαβατήρια, μικρομάγαζα, κατεβαίνουμε και παραγγέλνουμε καφέ: φραπέ

            με λίγη ζάχαρη και γάλα, κι ένα τοστ. Κάνουμε βόλτα στα τουριστικά. Πρώτη φορά έξω απ' την
            Ελλάδα. Ωραίος καιρός  Αυγουστιάτικος, τσιγάρα για το δρόμο, περίεργες μάρκες, άλλες απ' αυτές

            που πουλάνε τα περίπτερα στην Αθήνα. Ας τα πάρω, πλάκα θα 'χει να δούμε τι καπνό φουμάρουν
            εδώ στα βόρεια οι γείτονες. Εξυπνάδα, καλό αστείο, βάζω κι ένα έξτρα πακέτο για τον γκομενο, να

            του το δώσω στην επιστροφή. “Τρελλή κι αδέσποτη”, λέει ο Παπάζογλου με ζήλια και με ντέφια,

            ξανά στο πίσω κάθισμα, ξεκινάμε, κι έρχονται οι συναντήσεις των τελευταίων τριών μηνών στο
            νου, και κάπου τώρα κοντά θα βγουν και τα αποτελέσματα των εξετάσεων για το Πανεπιστήμιο. Αν

            δεν αδυνάτιζε έτσι περίεργα με τέτοια χλωμάδα η μάνα, η ζωή θα 'ταν μια ατελείωτη πλάκα. Αλλά

            στις φωτογραφίες εμφανίζεται όλο και πιό κίτρινη, έτσι γίνεται ο άνθρωπος που του τρώει ο
            καρκίνος το συκώτι. “Παιδιά ησυχία, μην κλάψετε, μη φωνάξετε, δεν θα πείτε τίποτα μέχρι να

            τελειώσουν όλα”. Αλλά και τότε, όταν όλα τελειώσουν, τί διάολο θα μείνει για να πούμε, απλά θα
            φύγουμε.   Ο   καθένας   για   τις   δικές   του   υποθέσεις.   Σπουδές,   γάμοι,   προδοσίες,   γκομενιλίκια,

            φαντασιώσεις   αθανασίας   να   ξεχαστεί   πώς   έφυγε   η   μάνα.   Θα   κάνουμε   χρόνια   να
            ξανασυναντηθούμε, πάλι για θανάτους. Κεράσματα σε συγγενείς, κανόνας στις κηδείες τα γέλια.

            Διακοπή για δάκρυα και πάλι απ' την αρχή. Στης μάνας δε γελάσαμε. Κανείς δε γέλασε. Βελιγράδι.

            Ο τάφος του Τίτο. Τουριστικά αξιοθέατα. Λίγη υγρασία και ψιλόβροχο καλοκαιρινό το βράδυ. Κι
            άνθρωποι στους δρόμους, ψηλοί, κάποιοι όμορφοι, πρώτη αίσθηση τι θα πει να συναντάς ξένους

            ανθρώπους σε ξένο τόπο κι όχι στον δικό σου. Είναι ωραία, είναι αλλιώτικα το άλλο πρωί,
            υπαίθριες εκθέσεις ζωγραφικής στην παλιά πόλη, ήλιος, φαγητό συμπαθητικό και βόλτες στα

            πάρκα. Κι άλλη στάση, Ζάγκρεμπ: κλαμπ και πάρτυ, μαγαζιά και γκαλερί, εμπόρευμα περίεργο και
            νεαρόκοσμος που πίνει, φιλιέται και χορεύει με τη μουσική τέρμα τα γκάζια. Σε λίγο Αυστρία. Ένα

            μαγαζί με αφρικανικά είδη, έχω ακόμη τα σανδάλια, τόσο όμορφα, και τη μικρή ξύλινη μάσκα

            κρεμασμένη από δερμάτινο κορδόνι. Τη φόραγα για καιρό. Βράδυ με ζέστη και λίγη υγρασία κι


            66
   62   63   64   65   66   67   68   69   70   71   72