Page 55 - Index_Neat
P. 55

σωρούς ώστε να καταφέρει να κλείσω τις δύο μικρές βαλίτσες. Τι διάολο σκεφτόταν όταν πήρε

            αυτές τις δύο μαλακισμένες βαλιτσούλες; “Θα 'θελα να μπορούσα να αφήσω τα πάντα πίσω μου”,
            έλεγε σχεδόν ψιθυριστά. Ξαφνικά  ένιωσε κούραση και το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να

            ταξιδέψει ελαφρά. Είχε την αίσθηση ότι έτσι θα γλυστρούσε ευκολότερα, θα έπλεε μακρυά, χωρίς

            να σέρνει αντικείμενα που της φαινόντουσαν άχρηστα πια. Κανονικά τη φόβιζαν τα μοναχικά
            ταξίδια,   μα   τώρα   αυτό   ακριβώς   ζητούσε.   Έψαχνε   για   το   μέρος   που   θα   τη   δεχόταν,   με

            ανυπομονησία. Σκεφτόταν με αγαλλίαση την ηρεμία που θα κέρδιζε απομονωμένη κάπου. Ήθελε
            ησυχία και σιωπή. Το βράδυ, την ώρα του φαγητού η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Αισθανόταν ένοχη

            και συγκεντρωνόταν στη σκέψη της ευτυχίας που την περίμενε στη μοναχικότητα που ετοίμαζε για
            να μη νιώθει άσχημα απ' τα βλέμματα των άλλων πάνω της. Δεν ήθελε να σκεφτώ τι την έσπρωχνε

            να φύγει, δεν ήθελε ν' αλλάξει γνώμη. Ήθελε μόνο να φύγει, να τους αφήσει. Με το Γιώργο δε θα

            γινόταν τίποτα, και η τάχα μου αθώα συμβίωση για το υπόλοιπο των διακοπών ήταν μαρτύριο ή και
            τουλάχιστον εκνευριστικό. Μετά το φαγητό βγήκε έξω στο λιακωτό. Ο ήλιος είχε δύσει, τα

            σύννεφα έπαιρναν ακόμα φως από τις ακτίνες του, και αλλού ήταν ροζ, αλλού πορτοκαλί, αλλού
            πιό κίτρινο και γαλάζιο. Της ήρθε στο μυαλό το Invitation au voyage του Beaudelaire. “Έλα να

            πάμε εκεί που ο ουρανός έχει...αυτά ακριβώς τα χρώματα που έχει κι ο ουρανός εδώ απόψε
            αγαπητέ ποιητή”, σκέφτηκε, “κι όμως, πρόσεχε, διότι μόλις έφτασα σ' αυτό τον προορισμό και

            θέλω να ξαναφύγω. Πρόσεχε τη  Jeanne Duval  ποιητή...” Ανέβηκε στην πεζούλα και κοίταξε

            μακριά. Τα φώτα στο λιμάνι άναβαν διστακτικά, όλο και περισσότερα, για να υποδεχτούν το
            σκοτάδι. Τα πουλιά κούρνιαζαν σιγά-σιγά εκτός από μια μικρή κουκουβάγια που ετοιμαζόταν για το

            νυχτερινό κυνήγι. Θα της έλειπαν όλα αυτά, οι μυρωδιές, το φως, η πεζούλα, ο ήλιος, ο ρυθμός της

            μέρας και της νύχτας σ' αυτό το μικρό νησάκι. “Δε βαριέσαι, θα βρω άλλα”, είπε μέσα της και
            πήδησε απ' την πεζούλα που ήταν ακόμη ζεστή απ' τον ήλιο. Θυμήθηκε λίγα χρόνια πριν, κυνηγητό

            στα στενοσόκκακα του νησιού, ενός άλλου νησιού, κι ύστερα, όταν η σπιτονοικυρά του μικρού
            δωματίου κοιμόταν, σεξ μέχρι πρωίας, τσιγάρα και γέλια. Κι ένα άλλο βράδυ...Περιμένοντας το

            πλοίο, με μουσική που ερχόταν από ένα μπαράκι εκεί κοντά, χορός cheeck to cheeck σαν να μην
            υπήρχε ο υπόλοιπος κόσμος. Κανονίστηκε να μην υπάρξουν αποχαιρετισμοί στην παραλία. Θα

            ειδοποιούσε   την   παρέα   πού   θα   ήταν   μόλις   έφτανε.   Κατέβηκε   δυό   νησιά   πιό   μακριά   και

            εγκαταστάθηκε στο Κ., ένα μικρό ψαροχώρι, χτισμένο κυριολεκτικά στη θάλασσα. Δεν της είχε
            περάσει ο φόβος που ένιωθε για τα μοναχικά ταξίδια και τις πρώτες δυό μέρες σχεδόν δεν

            απομακρύνθηκε από το σπίτι. Ήταν μικρό, με ένα μεγάλο δωμάτιο στο ισόγειο, κουζίνα και μπάνιο,
            και μια πλαϊνή σκάλα που οδηγούσε επάνω στο ταρατσάκι, όπου είχε δυό μικρά δωμάτια, κι ένα

            μικρούτσικο   μπάνιο.  Απ'   το   μπαλκόνι   είχε   μια   καταπληκτική   θέα.   Όλη   η   θάλασσα   ανοιχτή

            54
   50   51   52   53   54   55   56   57   58   59   60