Page 50 - Index_Neat
P. 50

δεκαπενθήμερο και να φύγει από την εξορία του στενόχωρου, πληκτικού σαλονιού, των δείπνων με

            τα γεμιστά με κιμά και το χαλβά ως επιδόρπιο, και το μπάνιο στις 11 το πρωί μαζί με τους γέρους
            που γέμιζαν την παραλία και παραπατούσαν πάνω στις μεγάλες πέτρες μέχρι λίγο πιό ανοιχτά. Της

            έμπαινε η ιδέα ότι ο σύζυγός της δεν ήταν και τόσο απασχολημένος όσο έλεγε κάθε δεύτερη μέρα

            που   ερχόταν   να   τους   δει,   ίσα   για   να   φάει   μεσημεριανό,   να   επαινέσει   τη   μαγειρική   και   τη
            γενναιοδωρία της κουμπάρας, να ξεμοναχιάσει τη γυναίκα του και να ξαναφύγει να πάει να

            κοιμηθεί ή να πιεί καφέ στο σπίτι τους στη διπλανή πόλη, πριν ξαναγυρίσει στο γραφείο του και
            στη δουλειά του, αν όχι και σε κάποια ερωμένη.

            Τα   σερβίτσια   της   μάνας   έστεκαν   σιωπηλά   πάνω   στα   καλοσιδερωμένα,   κολλαριστά,   λευκά
            πετσετάκια με τη δαντέλλα, μέσα στα έπιπλα με τις βιτρίνες. Η κοινωνική ζωή του σπιτιού

            σταμάτησε με το θάνατό της και το βουητό των καλεσμένων έπαψε. Πλέον για χρόνια έβγαιναν

            μόνο τα συνηθισμένα, καθημερινά πιάτα,  ώσπου άρχισαν να χρησιμοποιούνται τα πιό φθαρμένα,
            μερικά απ' αυτά χτυπημένα λίγο σε κάποιο σημείο, γιατί τα χέρια που γερνούσαν δεν μπορούσαν να

            εγγυηθούν για την ασφάλεια της πορσελάνης, και μετά τα μέτρια αποσύρθηκαν, ώσπου βγήκαν τα
            “βολικά”, πλαστικά, του καθενός. Τι έφταιξε; Κανείς δεν αντιστάθηκε. Στην αρχή συνειδητά, για να

            μην ξεχαστεί η μάνα, όλα σιώπησαν. Κι η σκιά έπεσε τόσο βαριά, όπως θα 'ταν μάλλον στο παλάτι
            της Κοιμωμένης. Όσο ήταν νέοι, δε λογάριαζαν σοβαρά αυτή την αναβολή να ζήσουν, αυτό το

            σιωπηλό πηγάδι όπου παρέσυρε την οικογένεια η θλίψη και η οργή του πατέρα, κι εύρισκαν δίκαιη

            τη σκιά της μάνας στο σπίτι, που τους κοίταζε όλους απ' το πιό κεντρικό σημείο του σαλονιού όπου
            βρισκόταν το πορτραίτο της. Ούτε κάν ήξεραν αν εκείνη θα είχε ποτέ της θελήσει αυτή την άτυπη

            μουμιοποίηση της μνήμης, αυτό το μαυσωλείο όπου η αφοσίωση απόκτησε το νοσηρό χρώμα του

            νεκρού, της νεκρής εν προκειμένω. Τους πήρε καιρό να το καταλάβουν ότι ένα πτώμα ζούσε
            περισσότερο από εκείνους, κι αυτό δεν ήρθε με κάποια επιφοίτηση ή συζήτηση, αλλά με τον

            τρομακτικό   τρόπο   του   καθρέφτη.   Του   καθρεφτίσματος.   Τα   γερασμένα   πρόσωπα
            αντικατοπτρίζονταν στις αγέραστες πορσελάνες, στα ασημικά, κι οι μαραζωμένες ζωές άρχισαν να

            ξεϋφαίνονται όπως ποτέ δε θα γινόταν για τα ψιλοκεντημένα, αχρησιμοποίητα λινά και τα βαριά
            βελούδινα υφάσματα για κουρτίνες -που δε ράφτηκαν ποτέ. Έμειναν μέσα στα χαρτιά τους, με

            ναφθαλίνες καινούργιες κάθε χρόνο, να περιμένουν την κατάλληλη στιγμή. Το όραμα της μάνας για

            ένα μέλλον που θα υφαινόταν σαν το υφαντό της Πηνελόπης για χρόνια ολόκληρα χωρίς να
            ξηλώνεται ποτέ, τύλιξε την οικογένεια στο κουκούλι όπως τους μεταξοσκώληκες που είχαν φέρει

            δώρο στη μάνα μαζί με την παραγγελία της από μέτρα ολόκληρα μεταξωτές κουρτίνες.
            Παραπατώντας, έφτασε ως τη μπροστινή μπαλκονόπορτα χωρίς να ξυπνήσει κανέναν. Άλλοτε όλο

            και κάποιος θα είχε ακούσει, τώρα όλοι βάρυναν, ίσως η ακοή να είχε ατονήσει... Κρύωνε, αλλά

            49
   45   46   47   48   49   50   51   52   53   54   55