Page 41 - Index_Neat
P. 41

COFFEE LATTE



            Ένα αυτοκίνητο πέρασε κι ο ήλιος πάνω στο καπό του την ενόχλησε έτσι όπως καθόταν δίπλα στο
            μπροστινό   τζάμι   της   καφετέριας,  και   την   έκανε   να   κοιτάξει.  Δεν   ήταν  κανένα   εντυπωσιακό

            αυτοκίνητο αλλά έκανε τη Μαρία να σηκώσει αφηρημένα το βλέμμα της απ' το βιβλίο που διάβαζε
            εδώ και ώρα. Διστακτικά στην αρχή, μην ξέροντας τι ακριβώς την έκανε να χάσει τη συγκέντρωσή

            της, αλλά πολύ σύντομα με επίγνωση του γεγονότος ότι το χρώμα του αυτοκινήτου ήταν ένα πολύ
            περίεργο ασημοπράσινο -σαν να το 'χε κάπου ξαναδεί- που έπρεπε να κοιτάξει πιό προσεκτικά...

            Είχε όντως ξαναδεί αυτό το χρώμα, σε μια BMW, και στο παλτό που φορούσε στα δεκαπέντε της.

            Ο οικογενειακός φίλος με την BMW την είχε ρωτήσει τι χρώμα της άρεσε και της υποσχέθηκε ότι
            θα έφερνε από την αντιπροσωπεία ένα αμάξι στο χρώμα του αγαπημένου της παλτού.   Έτσι κι

            έγινε. Αλλά πώς έγινε τώρα και αντιλήφθηκε το συγκεκριμένο αυτοκίνητο την ώρα που περνούσε;
            απόρησε καθώς το αυτοκίνητο επιτάχυνε. “Ήταν ο ήλιος και η γωνία” από το σημείο όπου καθόταν

            μάλλον, συνέχισε τις σκέψεις της. Έτσι επιτάχυνε και η ασημοπράσινη BMW, πιάνοντας τρελλές
            ταχύτητες.  «Ήμουν και λίγο κουρασμένη εκείνη τη στιγμή», σκέφτηκε τεντώνοντας τα χέρια της

            ψηλά. Κοίταξε ανήσυχα γύρω της. Δεν είχε παρατηρήσει τους άλλες πελάτες του καφενείου, μέχρι

            που  σήκωσε τα μάτια απ' το βιβλίο της και κοίταξε έξω απ' το παράθυρο, το πράσινο αυτοκίνητο.
            Είχε πάρει τον καφέ της κι είχε σπεύσει στο τραπέζι "της". Στην αγαπημένη της γωνιά στο μικρό

            καφέ. Ήταν ένα σημείο κοντά στο παράθυρο που της επέτρεπε να κοιτάζει μακριά κάθε φορά που

            ήθελε να απομνημονεύσει κάτι, ή  χρειαζόταν ένα διάλειμμα απ' τη δουλειά που έκανε. Ευτυχώς το
            τραπέζι   της   ήταν   ελεύθερο   και   στράφηκε   βιαστικά   προς   την   γωνιά   της,   με   ένα   αίσθημα

            ανακούφισης. Λιγάκι σαν μια γάτα που ξαναγύριζε στο ίδιο γνωστό, ασφαλές σημείο, τέλειο για
            την καθημερινή της περιποίηση και τον υπνάκο της.

            Μόνο που η Μαρία έπρεπε να δουλέψει κι όχι να λαγοκοιμηθεί στην άνετη πολυθρόνα. Έγραφε και
            διάβαζε  πολύ   σε   δημόσιους   χώρους,  ιδιαίτερα   σε  καφενεία.  Ακόμα   περισσότερο  σ'   αυτό   το

            συγκεκριμένο καφέ που δεν είχε τίποτα ιδιαίτερο, οι πελάτες έμπαιναν, έπαιρναν έναν καφέ κι

            έβγαιναν βιατσικοί, αλλά ήταν πολύ σημαντικό για εκείνη. Το έλεγε μέσα της “Fine Arts Cafe”,
            όπως τη γωνιά της στο φοιτητικό της δωμάτιο, με τις εικόνες του Μπέκετ, της Στάϊν, του έργου Ζυλ

            και Τζιμ, και τον παλιό καθρέφτη απ' το παλαιοπωλείο. Είχε πάρει μαζί της τον Οδυσσέα, μια παλιά
            έκδοση, ένα βιβλίο τόσο φθαρμένο και σκισμένο, που έπρεπε να 'ναι πολύ προσεκτική πώς το

            έπιανε για να μη σκορπίσουν τα φύλλα από δω κι από 'κει. Αφού το διάβασε μια φορά, μετά το
            διαβαζε απσοπασματικά από πίσω προς τα μπρος, τυχαία κεφάλαια, αποσπάσματα από κεφάλαια,

            το ίδιο κεφάλαιο για   εβδομάδες, και προσπαθούσε να βρει τη μυστική σύνδεσή του με την


            40
   36   37   38   39   40   41   42   43   44   45   46