Page 37 - Index_Neat
P. 37
φυτών και των λουλουδιών. Μετά τη δεύτερη μέρα, έγινε κάτι σαν ατραξιόν που τραβούσε
σταθερά την προσοχή του μικρού επισκέπτη του σπιτιού. Η εγγονή γυρνούσε με κάθε ευκαιρία να
δει τι είχε απογίνει το ποντικάκι. Κι όταν του έριχναν χώμα από πάνω, εκείνη το έσπρωχνε κρυφά
με το παπούτσι της και το ξεσκέπαζε, περίεργη να καταλάβει τι συνέβαινε με το σώμα μετά το
θάνατο. Ρωτούσε για τη γιαγιά της, αν ήταν στον ουρανό, κι αν όποιος πεθαίνει, παίρνει μαζί του
κάτι αγαπημένο, ένα λούτρινο για παράδειγμα, για να παίζει. Την ανησυχούσε η πορεία της ζωής. Η
κατάληξη. Στη χαμηλή μεσοτοιχία με τα κεραμίδια, ήσυχα και εξουσιαστική στεκόταν ή ξάπλωνε η
γάτα του σπιτιού, φουντωτή, ράτσας, με όμορφα, γαλάζια-κγρι μάτια και μπεζ-καφέ χρώματα.
Κοιτούσε με ύφος ηγεμόνα γύρω τον κήπο και δεν έδινε μια για τις αυστηρές φοβέρες της μικρής
που την κατηγορούσε για το θάνατο του μικρού ποντικιού. Ή μάλλον την ανακάλυψη της
καθημερινής πορείας προς τη σήψη. "Πρέπει να τιμωρηθείς Totoche", της έλεγε. Μα η γατούλα
νιαούριζε επιδεικτικά, τεντωνόταν και ξάπλωνε ακόμα πιό άνετα στο πλάι. Ήσυχη. Σχεδόν
χαμογελαστή. Ειρωνική. Απόλυτο αφεντικό του κήπου και της ζωής των πλασμάτων εκεί. Η Μελιά
δεν ήταν έτσι. Κι όλο έκανε παιδιά. Μια χαζή γατούλα, που δυό φορές το χρόνο τους παρουσίαζε
τα καινούργια μέλη της οικογένειάς της. -Να 'τα! φώναξε η Χριστίνα, περνώντας δίπλα στο σωρό
από ξερόκλαδα. Τα γατάκια άρχισαν να νιαουρίζουν και η μικρή πλησίασε περισσότερο. -Παππού!
Τα βρήκα! φώναξε χαρούμενη. Κανείς δεν της αποκρίθηκε. Η Χριστίνα ξαναφώναξε. Πάλι κανείς.
Τρόμαξε τότε πολύ και άρχισε να κλαίει. Πίστεψε ότι ο παππούς είχε πεθάνει ξαφνικά και θα τον
εύρισκε όπως το μικρό ποντικάκι, γκρίζο, πεσμένο κάπου στον κήπο. Δεν ήθελε να αντικρύσει κάτι
τόσο τρομακτικό και απόμεινε να κλαίει δίπλα στα ξερόχορτα.
36