Page 35 - Index_Neat
P. 35
αυτό το σκεπτικό, έλεγε μόνο ευχαριστώ κι έφευγε, προσέχοντας τα ρέστα, και χαρούμενη που θα
πήγαινε να ξαναβρεί το βιβλιαράκι της ή τις κούκλες της, που τις είχε και την περίμεναν να πιούν
το τσάι τους που τώρα κρύωνε. Είχε κι ένα ωραιότατο βαλιτσάκι με παλιά ακουστικά και άλλα
γιατρικά και εκτελούσε επισκέψεις κατ' οίκον σε όσες κούκλες είχαν κρύωμα ή αλλεργία. Το
μεσημέρι όταν καμμιά φορά κοιμούνταν όλοι, η Χριστίνα πήγαινε ακροπατώντας και άνοιγε την
πόρτα της τραπεζαρίας, έπαιρνε το κρυστάλλινο μπωλ, άνοιγε το καπάκι, και διάλεγε μια από κάθε
είδος λουλουδιού, γιατί η μαμά της έπαιρνε σοκολατάκια-μαργαρίτες για τα κεράσματα. Ήξερε τις
μικροδιαφορές στη γεύση και τη μυρωδιά της σοκολάτας του κάθε “λουλουδιού”, και υποσχόταν
ότι μόνο πέντε θα έτρωγε και μετά θα έφευγε. Τις έγλυφε σιγά-σιγά για να κρατήσει το γλυκό όσο
γινόταν περισσότερο, αλλά αυτές έλιωναν και χάνονταν, κι αναγκαζόταν να φάει κι άλλες, αλλά
αυτή τη φορά, μονο από εκείνες που της άρεσαν πάρα πολύ, γιατί ο αποχωρισμός γινόταν με πόνο
αλλά και γλύκα απέραντη, κι η παρηγοριά ήθελε κι αυτή θυσίες. Μετά, έπαιρνε μερικές απ' το
μεγάλο κουτί και συμπλήρωνε στο μπωλ. Στο κουτί τις μοίραζε έτσι ώστε να φαίνεται συμμετρικό
το περιεχόμενο της κάθε στήλης από σοκολάτες -αλλά την επομένη η μαμά της θα το καταλάβαινε.
Μικρό το κακό, υποσχόταν να μην το ξανακάνει, και το θέμα τελείωνε εκεί.
Σκέφτηκε για λίγο σκυθρωπή όλα τα παραπάνω, και μετά πήρε το φτυαράκι της που ήταν
παρατημένο στον κήπο, εκεί, δίπλα στην αυλή. Το γέμισε φύλλα και τα πέταξε βιαστικά στον κάδο.
“Δε γίνεται δουλειά έτσι”, σκέφτηκε. Αλλά συνέχισε, ενώ ο παππούς την κοιτούσε υπομονετικά.
Πήρε μερικά φύλλα ακόμη ενώ το μυαλό της ήταν στα γατάκια. Είχε δει δυό χνουδωτές μπαλίτσες
απ' το μπαλκόνι της κουζίνας και τώρα βιαζόταν να εξερευνήσει τον κήπο. Είχε κάνει υπομονή
μεγάλη κατά τη γνώμη της, αν και ο Μανώλης της είπε χθες ότι μάλλον τα γατάκια θα έφευγαν
γιατί κατάλαβαν ότι ήθελε να τα πιάσει. “Ο χαζός ο Μανώλης!” σκέφτηκε η Χριστίνα. “Αυτός όλο
ψέμματα λέει και είναι και κακός μαθητής.” Είχε πει ότι ο πατέρας του θα έδινε δωρεάν μπριζόλες,
κι είχε αρπάξει ένα φούσκο. Μετά, στα γενέθλια της αδερφής του της Ευανθίας της στριμμένης,
είχε πει ότι θα έπαιζε κουκλοθέατρο κοντά στη στέρνα της αυλής τους, και συγκεκριμένα ότι θα
έμπαινε μέσα, γιατί ήταν στο ύψος του, και τα χέρια του θα έβγαιναν απέξω και θα έπαιζε την
Κοκκινοσκουφίτσα. Η Ευανθία το είχε πει περήφανα στο σχολείο, αλλά και κάπως κρυφά, κι όταν
η Χριστίνα τη ρώτησε γιατί, η Ευανθία η στριμμένη της είχε πει ότι έλπιζε “να πετύχει το κόλπο
του αδερφού της, και ότι δεν ήταν και τόσο σίγουρη ότι το πράγμα θα δούλευε γιατί ήταν κάτι που
χμ...το είχε κανονίσει με το Μανώλη που την αγαπούσε πολύ και επίσης δεν αγαπούσε καθόλου τα
μαθήματα και το σχολείο, κι ενδεχομένως να υπήρχαν κάποιες επιπλοκές που χμ..έλπιζε να
αποφεύγονταν και ναι! θα τους έπαιζε κουκλοθέατρο ο μεγάλος της αδερφός.” Η μέρα των
γενεθλίων είχε έρθει, είχαν φάει, είχαν παίξει, και όλοι, μπασμένοι στο κόλπο, ανυπομονούσαν για
το κουκλοθέατρο, κι η Ευανθία πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο που ήταν κλεισμένος ο Μανώλης κι
34